Η διαλεκτική – η σύγκρουση των αντιθέτων στην Αντιγόνη του Σοφοκλή ή τί γίνεται όταν έχουν και οι δύο δίκιο

 

KOY 2604.1

ΕΑΑΔΗΣΥ 2.1.1

HMERIDA 2

71582031 2429607300408881 7216764372725530624 o

                                                                     

Εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2018, σελ. 453 - 474

«Ο ΡΟΛΟΣ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ Ε.Δ.Δ.Α. ΚΑΙ ΤΟΥ Δ.Ε.Ε. ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΟΥ “ΔΙΑΛΟΓΟΥ” ΜΕ ΤΑ ΕΘΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ»

 

Εξώφυλλο βιβλίου περίληψης 4ου Συνεδρίου Φιλοσοφίας

 

εξώφυλλο περιοδικού Ε.Ε

Βλ. περισσότερα:http://www.publiclawjournal.com/docs/4/2016_1_4_degleris.pdf

«Σχολική Βία και Διαμεσολάβηση - Νεανική Παραβατικότητα και Σχολείο»

diamesolavisi-12.5.2016

 

Εισαγωγικά

Επιλέγω να δώσω ως τίτλο στο κείμενό μου αυτό: «Σχολική βία και Διαμεσολάβηση», αλλά και προσθέτω ως απόλυτα αναγκαίο τον επεξηγηματικό υπότιτλο: «Νεανική Παραβατικότητα και Σχολείο»

Άρα αυτές είναι οι βασικές έννοιες («φράσεις – κλειδιά») στις οποίες θα επικεντρωθώ και θα προσπαθήσω – κάνοντας μία ελάχιστη και ιδιαίτερα σχηματική περιοδολόγηση – να δω πως προσεγγίζει το ίδιο το σχολείο – δηλαδή η σχολική κοινότητα – οι δάσκαλοι, οι καθηγητές και βέβαια οι μαθητές αλλά και η κοινωνία τις έννοιες του δικαίου, της βίας αλλά και την λειτουργία της οργανωμένης δικαιοσύνης στον τόπο μας.

Η αυξημένη νεανική παραβατικότητα – Η σημαντική «αποτυχία» μας τόσο στην ποινική όσο και στην προνοιακή αντιμετώπιση

Υπάρχουν δύο πολύ μεγάλοι σταθμοί που θα έλεγα ότι σηματοδοτούν την «αποτυχία» μας να προσεγγίσουμε την νεανική παραβατικότητα. Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό όλοι χρησιμοποιούν τον όρο «Παραβατικότητα» [1] και όχι τον «φορτισμένο αρνητικά» όρο «Εγκληματικότητα», ακριβώς για να αποφύγουμε τον «στιγματισμό» (την «ρετσινιά») του ανήλικου παραβάτη.

Διαχρονικές διαφορές στην «αντιμετώπιση» του φαινομένου

Σε ποινικό επίπεδο η «ποινική αντιμετώπιση» (με την έννοια της «ποινικής καταστολής») σταματά περίπου για την Ευρώπη το 1980 – μιλάμε ουσιαστικά για την εικοσαετή περίοδο 1960 με 1980 – όπου πραγματικά ο ποινικός νόμος – σε πανευρωπαϊκό επίπεδο – νιώθει «αδύναμος» να συνεχίσει να επεμβαίνει, θεωρώντας ότι η «καταστολή» (η «μεταχείριση του ανήλικου») και η αύξηση (έως και κατάχρηση) της «ποινικοποίησης» - της ποινικής καταστολής οδηγεί μόνο σε πρόσθετα προβλήματα και το αυτοτροφοδοτούμενο αυτό «πρόβλημα» της ποινικής καταστολής δημιουργεί την εκκωφαντική έκρηξη που συντελείται στο «σωφρονιστικό υποσύστημα» – δηλαδή στη φυλακή [2] ή στο αναμορφωτικό κατάστημα ή ίδρυμα αγωγής αντίστοιχα – όταν αναφερόμαστε στους ανήλικους.

Αυτό το «παράδειγμα» οδηγεί τον ποινικό νόμο να θελήσει να σταματήσει να «ποινικοποιεί» πλέον πράξεις ανήλικων και να αρχίσει να σκέφτεται «διαφορετικά» το θέμα των ανήλικων, να αντιμετωπίζει «διαφορετικά» δηλαδή την ίδια την «προσέγγιση» του νόμου απέναντι στους ανήλικους, γιατί και σήμερα στη χώρα μας ο ποινικός νόμος είναι ίδιος για όλους και απλά ένα ειδικό μόνο κεφάλαιο του Ποινικού Κώδικα αναφέρεται στους ανήλικους, παρότι έχουν προστεθεί στη συνέχεια καινούργιοι και εδώ νόμοι που ακολούθησαν αυτή την ευρωπαϊκή τάση, προσπαθώντας δηλαδή να «σταματήσουν» την συνεχή ποινική επέμβαση [3].

Άρα το μοντέλο της αντιμετώπισης της νεανικής παραβατικότητας είναι πλέον μόνο κάποια αρνητικά «μη»: «μην επέμβεις», «μην τα κάνεις χειρότερα», «μην τον αποκλείσεις», «μην τον «στιγματίσεις», γιατί πολλές φορές είναι κάτι εντελώς περιστασιακό, ένα συμβάν το οποίο πραγματικά σύντομα θα ξεχαστεί, θα ξεπεραστεί και θα μιλήσουμε για ωρίμανση – δηλαδή φυσιολογική προσαρμογή – του ανήλικου και όχι βέβαια για τιμωρία ή «ανταπόδοση» ή «αναμόρφωση» και «βελτίωση».

Όχι στον Ποινικό Σωφρονισμό

Η Ελλάδα σταδιακά αναγνώρισε αυτές τις ιδιαιτερότητες – ειδικά της ποινικής «αντιμετώπισης» και σε επίπεδο νομοθεσίας, όταν πρόκειται ιδιαίτερα να ασχοληθεί με την παραβατικότητα των ανήλικων. Στην Ελλάδα αυτή η ευρωπαϊκή, όπως προαναφέρθηκε τάση, μεταφέρθηκε με δύο – σχετικά πρόσφατους – νόμους τόσο το 2003 όσο και το 2010 [4]. Άρα ολοκληρώσαμε στην χώρα μας ένα «σταμάτημα» της ποινικής – κατασταλτικής νομοθεσίας απέναντι στους ανήλικους.

Αυτό όμως αφορά μόνο αυτό που συνήθως ορίζουμε ως «hard law», το οποίο είναι και το απόλυτα σύνηθες στην Ελλάδα, γιατί είναι γνωστό ότι έχουμε μια σημαντική έλλειψη από κανόνες «soft law», δηλαδή μη δεσμευτικούς κανόνες, ή αυτό που μπορούμε να ορίσουμε ορθότερα σαν «κανόνες δεοντολογίας» και σαν «καλές πρακτικές», που θεωρώ ότι αποτελούν μια ουσιαστική έλλειψη, γιατί στην περίπτωση αυτή θα μπορούσαμε να εφαρμόσουμε επιπρόσθετα ένα τουλάχιστον μέρος από αυτούς, όπως είναι στο προκείμενο «οι κανόνες και η διαδικασία της διαμεσολάβησης» και ιδιαίτερα αυτοί της «σχολικής διαμεσολάβησης».

Άρα είναι ήδη ορατή η πρώτη «αποτυχία» αυτού του «σκληρού» ποινικού συστήματος να ασχοληθεί με τους νέους. Έφτασα στη συνέχεια σε αυτά τα «μη» – «τα δεν πρέπει», που προανέφερα, τα οποία είναι γνωστά και ως «Η άρνηση των 4 d» [5] – που σε δική μου απλή απόδοση ορίζονται ως εξής: Απεγκληματοποίηση – Αποποινικοποίηση – Εφαρμογή άτυπων [6] – κατά παρέκκλιση [7] – διαδικασιών στους νέους, (έχουμε δηλαδή νέες ειδικές διαδικασίες – χωρίς δημοσιότητα, χωρίς την «σκληρή» αίθουσα του ποινικού δικαστηρίου – έχουμε προβλέψεις για διαφοροποιημένα μέτρα), έχουμε την Αρχή της Δίκαιης Δίκης και βέβαια την ανάγκη για Αποïδρυματοποίηση.

Άρα αν θέλουμε να οριοθετηθούμε χρονικά τον προηγούμενο αιώνα θεωρώ ότι απλά «σταματήσαμε» με τον ποινικό νόμο. Πιστεύω ότι στις αρχές του 21ου αι. «σταματήσαμε» και με το «τέλος» της Προνοιακής Πολιτικής. Ιδιαίτερα μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο όπου η εμπλοκή πολλών προνοιακών ιδρυμάτων κατέληγαν τελικά στο ίδιο «στιγματιστικό» αποτέλεσμα.

Είδαμε σιγά-σιγά ότι εγκαταλείπεται και αυτή η πολιτική και άρα τώρα μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει ένα δεύτερο οριστικό τέλος και το οποίο θα μπορούσε να ορισθεί ως το «Τέλος και της Προνοιακής Πολιτικής».

Βία – Γενικευμένη Ανομία – Δεν πρόκειται για ειδική ή εξαιρετική περίπτωση

Δεν παύει όμως να υπάρχει το πρόβλημα. Το πρόβλημα της βίας ειδικά στους νέους – η νεανική παραβατικότητα – εγώ θα το ονομάσω και (ίσως δίκαια μερικές φορές) ως Δικαιολογημένη Ανυπακοή [8]. Άρα ξανά και ξανά επανερχόμαστε σε αυτό που όλοι τονίζουν και λέγεται απλά: Πρόληψη. Μια πρόληψη που αναζητά όμως ένα νέο ρόλο μέσα στο σχολείο – ζητάει την «εμπλοκή» της κοινότητας, μέσα σε ένα τεράστιο γενικευμένο περιβάλλον «ανομίας», όπως αυτό της χώρας μας.

Δηλαδή αυτό το οποίο θεωρούσαμε ότι είναι μια «ειδική (εξαιρετική) περίπτωση» – ο παραβατικός ανήλικος – για τον οποίο απαιτείτο ειδική «αντιμετώπιση» ξαφνικά διαπιστώσαμε ότι τελικά είναι όλοι. Όλοι υιοθετούν το ίδιο ντύσιμο, όλοι έχουν την ίδια κουλτούρα και συμπεριφορά και συγκεκριμένα όλοι κάνουν ή και ονειρεύονται τα ίδια πράγματα. Άρα εδώ φτάνουμε, στο μεταίχμιο ακριβώς του 21ου αιώνα που αφυπνίζεται η Ευρώπη και σιγά σιγά και η Ελλάδα και γίνεται αντιληπτό ότι πια δεν έχουμε να κάνουμε με εξειδικευμένες – ατομικές ή ειδικές περιπτώσεις, αλλά έχουμε μια γενικευμένη βία ανήλικων [9], μια γενικευμένη ανομία.

Εδώ θα κάνω μια μικρή παρέμβαση λέγοντας ότι «ανομία» δεν είναι μόνο οι θεωρίες του R. Metron και ό,τι γενικά η θεωρία της εγκληματολογίας καταγράφει, αλλά η χαρακτηριστική και γενικευμένη συνολική πια κρίση των αξιών – γιατί ανομία δεν είναι μόνο το μεγάλο έλλειμμα ή η άρνηση υπακοής στους νόμους, είναι – σε μικρότερη καθημερινή κλίμακα – και το «αυθαίρετο» σπίτι που οικοδομούν οι γονείς του ανήλικου, είναι – σε μεγαλύτερη κλίμακα – η αυθαιρεσία των υπηρεσιακών παραγόντων είτε στις προαγωγές των εκπαιδευτικών είτε στην διαχείριση των δημόσιων συμβάσεων και των κοινοτικών κονδυλίων, είναι και η καθημερινή μας ζωή και όλα τα «μικρά» ή και τα μεγάλα καθημερινά πράγματα που οι ανήλικοι τα βιώνουν [10], τα καταλαβαίνουν και βέβαια δεν τα υιοθετούν αλλά και ούτε τα αποδέχονται.

Γι’ αυτό υποστηρίζω ότι δεν χρειαζόμαστε τον ποινικό νόμο αλλά ούτε και την προνοιακή πολιτική γιατί δεν πρόκειται για μια «ειδική» περίπτωση, έχουμε ανάγκη για μια μεγάλη «ομπρέλα» που λέγεται Πρόληψη, ξανά «πρόληψη» και ξανά «πρόληψη» και εδώ πραγματικά έχουμε παράλληλα και το νέο μοντέλο – τη νέα πρόταση – αυτό που λέγεται Αποκαταστατική (ή επανορθωτική) Δικαιοσύνη [11].

Όντως η αποκαταστατική δικαιοσύνη [12] είναι ένα νέο ουσιαστικό μέρος της ίδιας της δικαιοσύνης. Θυμίζω ότι για αιώνες παράδοσης - θέσπισης του δικαίου όλοι έστρεφαν το ενδιαφέρον τους μόνο (κυρίως) στον κατηγορούμενο. Γι’ αυτό η «θέση» του εξοπλίστηκε με αυστηρά δικαιώματα, που όλοι προσπαθούν να σεβαστούν ακριβώς γιατί πρέπει για να αποφευχθεί η κατάχρηση εξουσίας, η κακοδικία αλλά και η όποια δικαστική πλάνη.

Για πάρα πολλές δεκαετίες είχε εντελώς «λησμονηθεί» το θύμα και ίσως η ουσιαστική ανάγκη αποζημίωσής του. Πέρα από τα ελάχιστα δικαιώματά του (το θύμα), όπως το να παρίσταται στην δίκη σαν πολιτική αγωγή, είχε επιπρόσθετα σταματήσει και το όποιο επιστημονικό ενδιαφέρον προς αυτή την πλευρά.

Αυτό λοιπόν το «κομμάτι» της Θυματολογίας – μέρος της Εγκληματολογίας, που έχει να κάνει και με την «αποκατάσταση» της ζημιάς του θύματος, μας βοηθάει – σαν αρχή μόνο – στην κατανόηση της έννοιας της αποκαταστατικής δικαιοσύνης και ένα τέτοιο μεγάλο μέρος του εξεταζόμενου πλαισίου είναι και η βία των ανήλικων.

Εδώ λοιπόν πραγματικά μπορεί να εφαρμοστεί άνετα αυτή η αποκαταστατική δικαιοσύνη με πρακτικές διαμεσολάβησης, σαν πρόταση μιας φιλικής προς το παιδί δικαιοσύνης.

Είναι ίσως ένα πραγματικά νέο «παράδειγμα» στη προσέγγιση αυτού του προβλήματος, όπου βέβαια οφείλει να συμμετάσχει και η τοπική κοινωνία και η εκπαιδευτική κοινότητα αλλά και οι νομικοί. Οι νομικοί θεωρούνται ότι αντιδρούν στη διαμεσολάβηση, παρότι έχει καθιερωθεί – βασικά – σαν τρόπος επίλυσης των αστικών και εμπορικών διαφορών, μιας και έτσι πραγματικά ξεκίνησε [13], αλλά θα πρέπει όλοι να συμβάλουμε στο να λυθούν τα προβλήματα, που δεν είναι ανάγκη να φτάσουν στο Δικαστήριο. Όμως πρέπει να λυθούν με σταθερούς κανόνες, με κανόνες δικαίου, με σωστές «πρακτικές», αποδραματοποιώντας τις πιθανές συγκρούσεις αλλά και αποκαθιστώντας τις προκληθείσες βλάβες [14].

Χρησιμοποιώντας τη διάκριση ότι άλλο είναι το νόμιμο και άλλο το ορθό [15] ( lawfull ≠ fairness ) που εισήγαγε ο J. Rawls στη «Θεωρία της Δικαιοσύνης» αλλά όπως ξέρουμε χρησιμοποιούν και οι «κοινοτιστές» [16], σας αναφέρω ένα πρακτικό παράδειγμα: Στο ανήλικο παιδί που «θυμωμένο» προκαλεί μια σημαντική ζημιά στο σχολείο μη φέρετε τον πατέρα του να πληρώσει τη ζημιά, βάλτε το παιδί για δύο – τρείς ώρες π.χ. μετά το σχόλασμα, να κάνει τακτοποίηση των οργάνων στην αίθουσα γυμναστικής ή των επιστημονικών οργάνων στο εργαστήριο φυσικής. Αυτό όμως για να το εμβαθύνουμε ακόμα με τρόπους διαμεσολάβησης, πρέπει να το κρίνουν οι διαμεσολαβητές, να εισαχθεί στην ίδια τη διαδικασία της διαμεσολάβησης. Πάρτε ένα παράδειγμα από τις Η.Π.Α.: Τα δικαστήρια ανήλικων στην Αμερική έχουν μόνο ένα ενήλικο, τον Πρόεδρο που είναι νομικός, όλοι οι άλλοι είναι εκλεγμένοι από τα παιδιά. Αφήστε λοιπόν τα παιδιά να εκλέξουν τους δικαστές τους. Δεν είναι μόνο διαμεσολαβητές είναι και κριτές. Αφήστε να τους κρίνουν οι ίδιοι και να τους εκλέξουν οι ίδιοι. Αφήστε αυτούς να βρουν τις διαφορές και ας δούμε πως αυτό μπορεί να γίνει πραγματικότητα.

Η έννοια της διαμεσολάβησης σαν λειτουργία, σε αυτό το κομμάτι της δικαιοσύνης, έχει περίεργη ιστορία. Σαν έννοια ευρύτερη προέρχεται – αναφέρομαι εδώ μόνο στην πρόσφατη χρονικά περίοδο – από τις Η.Π.Α. και ιδιαίτερα από τον επιχειρηματικό κόσμο, την οποία ενστερνίστηκε πολύ γρήγορα το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και έτσι το 1981 και το 1991 οι δύο καθηγητές του – Roger Fisher και William Ury - εξέδωσαν δύο σημαντικά συγγράμματα τα οποία είναι: α) το «Πετυχαίνω τη συμφωνία» [17] και β) το «Πώς να ξεπερνάτε την άρνηση» [18].

Επειδή δεν έχουμε στην χώρα μας μέχρι τώρα τέτοια παραδείγματα – “soft law” – δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να σχεδιάσουμε σημαντικές παρεμβάσεις και να τις εφαρμόσουμε. Υπάρχουν με βεβαιότητα πρακτικές που μπορούν άμεσα να εφαρμοστούν στο σχολείο. Από αυτές τις πρακτικές της Διαμεσολάβησης [19], εγώ θα καταγράψω εδώ μόνο αυτές, που κατά την άποψη ενός νομικού, έχουν μια ιδιαίτερη σημασία.

Να εκπαιδεύσουμε δηλαδή τους ανήλικους μαθητές στα εξής:

Ⅰ. Μην διαπραγματεύεστε θέσεις. Μην ξεκινάτε δηλαδή με το: «ποιος είναι ο ένας» και «ποιος είναι ο άλλος».

Ⅱ. Διαχωρίστε τους ανθρώπους από το πρόβλημα. Επιτεθείτε στο πρόβλημα και όχι στους ανθρώπους.

Ⅲ. Μάθετε να ακούτε, επικεντρωθείτε στο πρόβλημα, βρείτε αμοιβαίο όφελος και να το δούμε και αντίστροφα για να το κάνετε και πιο ευέλικτο στους μαθητές ιδιαίτερα οι εκπαιδευτικοί δηλαδή: κάντε ερωτήσεις και ρωτήστε επίμονα γιατί άραγε αυτό είναι δίκαιο; γιατί αυτό είναι σωστό; τι θα γινόταν αν; και βάλτε μια υπόθεση εργασίας για να βρουν μόνοι τους την «οδό διαφυγής».

Ⅳ. Και αντιστρέψτε τη θέση του καθενός. Δηλαδή ρωτήστε: «τι θα έκανες εσύ στη θέση του;».

V. Βάλτε τελικά αυτούς τους ίδιους να κρίνουν και να αποφασίσουν.

Ⅵ. Να σέβεστε αλλά και να ανέχεστε τους άλλους. Να αποδέχεστε δηλαδή την διαφορετικότητα και να εκπαιδεύσετε τους νέους στις αξίες του σεβασμού και της ανεκτικότητας, που θα τους βοηθήσουν να συνυπάρξουν σε μια πλουραλιστική ευρωπαϊκή οικογένεια, χωρίς «απόλυτες ιστορικές αλήθειες και βεβαιότητες». Να καταπολεμήσετε ακόμα και την λεκτική βία [20].

Άρα με αυτές τις πρακτικές, με αυτούς τους απλούς κανόνες βρίσκουμε ένα καινούριο – πιο φιλικό – τρόπο δικαιοσύνης [21] που πρέπει να θέσουμε στους ανήλικους. Άρα ξαναέρχομαι σε αυτό που έδωσα σαν υπότιτλο. Πρέπει να ορίσουμε μέσα από καλές πρακτικές κανόνες δίκαιους [22], με ισότητα, αναζητώντας το σωστό. Αν διδάξουμε στο σχολείο ισότητα είναι σίγουρο ότι τα «παιδιά» της Χρυσής Αυγής θα βγουν από τα σχολεία [23]. Όπως ο κάθε ορθόδοξος έχει δικαίωμα να φτιάχνει εκκλησία σε όποιο μέρος βρίσκεται και ζει, έτσι και ο κάθε μουσουλμάνος έχει το δικαίωμα να φτιάξει τον δικό του οίκο θρησκείας. Αν τα διδάξουμε όλα αυτά, με σωστούς κανόνες, είναι σίγουρο ότι θα υπηρετήσουμε όχι μόνο το δίκαιο αλλά και θα «σπάσουμε» τους «θύλακες» της βίας και ανομίας μέσα στα σχολεία [24] και με τη «διαμεσολάβηση» θα προσπαθήσουμε να αποφύγουμε τις συνεχώς αυξανόμενες συγκρούσεις αλλά και την σχολική βία.

Εξάλλου, οφείλω να προσθέσω ολοκληρώνοντας τις σκέψεις μου αυτές, ότι θεωρώ ως εξαιρετικά σημαντική την πρόσφατη δημοσιοποίηση της εγκυκλίου του Υπουργείου Παιδείας (28.4.2014), σχετικά με την υλοποίηση πράξεων για την ανάπτυξη και λειτουργία Δικτύου Πρόληψης και αντιμετώπισης φαινομένων σχολικής βίας και εκφοβισμού, όπως και τον ορισμό ενός εκπαιδευτικού – υπεύθυνου σε κάθε σχολείο – για το θέμα του εκφοβισμού, αλλά και εξίσου σημαντικό θεωρώ το ότι το πρώτο Επιστημονικό Συνέδριο του Ευρωπαϊκού Δικτύου κατά του Σχολικού Εκφοβισμού (“European Antibullying Network”) με θέμα: «Το φαινόμενο του εκφοβισμού στο σχολικό και διαδικτυακό περιβάλλον. Με το βλέμμα στην Ευρώπη» πραγματοποιήθηκε πριν λίγες ημέρες στην Αθήνα (11-12.6.2014).

Αντί επιλόγου

Έτσι λοιπόν – ίσως και σαν συμπέρασμα – θα πρότεινα στους νομικούς αλλά και στους εκπαιδευτικούς να ξανά μελετήσουν και να ξανά διδάξουν την Αντιγόνη του Σοφοκλή, να εξηγήσουν ό,τι άλλο είναι το δίκαιο και άλλο η εφαρμογή της δικαιοσύνης στην καθημερινή πρακτική και ακόμα και αν φαίνεται ότι έχουν δίκιο και οι δύο, τότε πρέπει να «συνυφάνεις» τα αντιτιθέμενα [25], για να χαρακτηριστείς «Υψίπολις», αλλιώς θα είσαι άπολις και παρέστιος [26].

Μιας και την λύση – όπως στην τραγωδία του Σοφοκλή – θα την δώσει τελικά η σοφία, η τέχνη και το έργο του ίδιου του ανθρώπου, μιας και ο ίδιος ο άνθρωπος δημιουργεί μόνος του την ουσία του – χωρίς οιαδήποτε «θεϊκή παρέμβαση» και «η ουσία αυτή είναι η δημιουργία και η αυτοδημιουργία» [27].

 

-----

1. Για τον όρο «ανήλικος παραβάτης» βλ. αναλυτικά σε Ιάκωβο Ι. Φαρσεδάκη «Παραβατικότητα και κοινωνικός έλεγχος των ανήλικων», Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη 2005, σελ. 12 επ.

2. Βλ. και Ηλία Δασκαλάκη «Η εγκληματολογία της κοινωνικής αντίδρασης», Εκδ. Αντ. Σάκκουλα 1985, σελ. 79 επ.

3. Βλ. και Edwin M. Schur “Radical Non- Intervention” («Η ριζοσπαστική μη παρέμβαση»), Prentice Hall, 1973.

4. Πρόκειται για τους Νόμους: 3189/2003 και 3860/2010.

5. Decriminalization – Diversion – Due Process - Deinstitutionalization

6. Ουσιαστικά μιλάμε για «εκτροπή» από το δικαστήριο ανήλικων. Βλ. Κ. Δ. Σπινέλλη – Α. Τρωϊάνου «Δίκαιο Ανήλικων», Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα 1992, σελ. 108 επ.

7. Για τις κατά παρέκκλιση διαδικασίες (Diversions) και τις ευρωπαϊκές δικαστικές διαδικασίες, βλ. αναλυτικά σε Έφη Λαμπροπούλου «Κοινωνιολογία του Ποινικού Δικαίου και των θεσμών της Ποινικής Δικαιοσύνης», Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, 1999, σελ. 327 επ.

8. Βλ. Franz Neumann «Τα όρια της δικαιολογημένης ανυπακοής», Εκδόσεις Ευρασία 2003.

9. Εδώ σαφέστατα εντάσσεται το bullying – ο σχολικός δηλαδή εκφοβισμός (οι «νταήδες» στο προαύλιο) – αλλά και όχι μόνο αυτός.

10. Στον αθλητισμό και τους «στημένους αγώνες», στην οικονομική κρίση και ανεργία, στην αναξιοκρατία, στην μόλυνση του περιβάλλοντος κ.λπ.

11. Βλ. αναλυτικά σε Βάσω Αρτινοπούλου «Επανορθωτική δικαιοσύνη – Η πρόκληση των σύγχρονων δικαιικών συστημάτων», Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2010.

12. Βλ. και Theo Gavrielides – Vasso Artinopoulou “Reconstructing Restorative Justice Philosophy”, Ashgate Publishing Co. 2013.

13. N. 3886/2010, N. 4055/2012 – Οδηγία 2008/52/EK.

14. Βλ. Έφη Λαμπροπούλου ο.π., σελ. 345 ε.π.

15. «Justice as fairness» («Η δικαιοσύνη σαν ακριβοδικία»).

16. Βλ. Brian Fix «Jurisprudence: Theory and Context», 2006 και Michael J. Sandel «Δικαιοσύνη. Τι είναι το σωστό;», Εκδόσεις Πόλις, 2011.

17. Roger Fischer, William Ury, Bruce Patton “Getting to yes”, 1981. Ρότζερ Φίσερ, Ουίλιαμ Γιούρι, Μπρούς Πάτον, «Πετυχαίνω τη συμφωνία», Εκδόσεις Καστανιώτη, 2001.

18.William Ury “Getting past No: Negotiating your way from confrontation to cooperation”, 1991. Ουίλιαμ Γιούρι «Πώς να ξεπερνάτε την άρνηση», Εκδόσεις Καστανιώτη, 2001.

19. Βλ. Βάσω Αρτινοπούλου «Η σχολική διαμεσολάβηση – εκπαιδεύοντας μαθητές στη διαχείριση της βίας και του εκφοβισμού», Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2010.

20. Όταν στον δημόσιο καθημερινό πολιτικό λόγο εύκολα αποκαλεί ο ένας τον άλλο ως: «πουλημένο», «προδότη», «δωσίλογο», «φασίστα», ή γίνετο αποδεκτό να τραγουδάνε οι οπαδοί της εθνικής ομάδας το: «δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ Αλβανέ, Αλβανέ» γιατί άραγε απορούμε όταν συνέχεια κάποιοι θερμοκέφαλοι πηγαίνουν ακόμα παραπέρα;

21. Δηλαδή χωρίς να παραγνωριστεί ο εγγυητικός χαρακτήρας του δικαίου

22. Η ίδια η δικαιοσύνη δηλαδή να γίνει θέμα βασικής εκπαίδευσης.

23. Βλ. και άρθρο της Μαριάννας Τζιαντζή, δημοσιευμένο στην Καθημερινή 18.11.2012, σελ. 6, από όπου επιλέγω ειδικότερα το εξής περιστατικό: «Πάγωσε ο δάσκαλος όταν παρέλαβε την εργασία ενός μαθητή στο μάθημα των Τεχνικών σε ένα δημοτικό σχολείο της Αθήνας, πριν από λίγες εβδομάδες. Η άσκηση ζητούσε τον σχεδιασμό μιας διαφήμισης, με εικόνα και λεζάντα, για ένα προϊόν ή υπηρεσία. Το αγοράκι παρέλειψε την ζωγραφιά και έγραψε τα ακόλουθα: “Πουλάω προστασία σε ενήλικες και σε σαραντάρηδες, 50 ευρώ το μήνα. Έχουμε πρόγραμμα: Σπάσιμο ποδιού 1.200 ευρώ / Σπάσιμο μύτης και χέρια 1.000 ευρώ / Σπάσιμο πλευρών και παϊδιών 5.000 ευρώ / Άνοιγμα κεφαλιού 41.500 ευρώ / και τέλος βγάλσιμο ματιού 10.000 ευρώ». Γιατί τελικά επιτρέψαμε και κάποιοι «πούλησαν τον φόβο» στα παιδιά και μαζί πια με την φτώχεια και την ανασφάλεια, λόγω κρίσης, μπήκε και ο φόβος στην καθημερινή ζωή των παιδιών.

24. Βλ. Βάσω Αρτινοπούλου «Βία στο σχολείο», Εκδόσεις Μεταίχμιο 2001.

25. «παρείρων νόμους χθονός - θεών τ’ ένορκον δίκαν»

26. Βλ. Αντιγόνη Σοφοκλή, Oxford Classical Texts, Teubner, Στιχ. 364 – 373.

27. Βλ. και Κορνήλιο Καστοριάδη για το «οντολογικά πρωταρχικό» σε: «Ανθρωπολογία, Πολιτική Φιλοσοφία», Εκδόσεις Ύψιλον / Βιβλία, σελ. 31 ε.π.

Παναγιώτης Δέγλερης

Δρ. Δικηγόρος

Σ.Ε.Π. Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου

Επισκ. Καθ. Παν. Λευκωσίας

Επίκαιροι προβληματισμοί για τις περιπτώσεις Διαφθοράς στις Δημόσιες Συμβάσεις στην Ελλάδα [1]

exwfullo 1oy pagkyrpioy

Σελίδα 2 από 9