Θεωρώ ως υποχρέωσή μου να ευχαριστήσω και εγώ με την σειρά μου τον Πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά για την εξαιρετική αυτή πρωτοβουλία της διοργάνωσης της σημερινής εκδήλωσης, όπως επίσης και όλους τους εκλεκτούς εισηγητές, τον Υπουργό Παιδείας, τον Δήμαρχο Πειραιά και όλους εσάς που είχατε την καλοσύνη να είστε εδώ σήμερα.
Πίστευα ότι θα μιλήσω αργότερα - βλέποντας την σειρά ομιλητών στην πρόσκληση, αλλά παρά την όποια αλλαγή σας διαβεβαιώνω ότι δεν σκοπεύω να αναφερθώ σε όλα όσα έχω συμπεριλάβει στο βιβλίο μου, το οποίο αποτελεί απλά μια μόνο από τις πολλές νομικές διαφορετικές προτάσεις, που ήδη άρχισαν να διαφαίνονται και στη σημερινή εκδήλωση.
ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΘΕΑΤΡΟ
Επιτρέψτε μου να εντοπίσω κάποια ιδιαίτερα σημεία για την σχέση των νομικών με το ειδικό αυτό επιστημονικό θέμα, που είναι το αντικείμενο της σημερινής μας συνάντησης και την σημαντική δυσκολία που έχουμε να τοποθετηθούμε για ένα τόσο κρίσιμο για την κοινωνία πεδίο, που προσδιορίζεται ανάμεσα στη σύγχρονη νομική επιστήμη και στον πολιτισμό.
Το πεδίο αυτό οφείλουμε να το προσεγγίσουμε σαν Δικηγορικός – Επιστημονικός Σύλλογος - σαν Έλληνες νομικοί με την ιδιαίτερη ευθύνη που απαιτεί η ιδιαίτερη αυτή - οικουμενική - διάσταση που υπάρχει ανάμεσα στο δίκαιο, την τέχνη και τον πολιτισμό, μιας και «οι όροι» διαμόρφωσης της κάθε κοινωνίας, σε κάθε εποχή, «αντανακλώνται και στους δύο αυτούς τομείς[1]» , για τους οποίους η κοινωνία δίκαια αξιώνει τη δυνατότητα ή και υποχρέωση διαλόγου και συνεννόησης.
Αυτή είναι εξάλλου η διττή «έννοια της σύγχρονης οικουμενικότητας, αφενός δηλαδή η ενότητα του ανθρώπινου είδους και αφετέρου η ανάγκη για παγκόσμια συνεννόηση[2]».
Ας προσδιορίσουμε όμως τι είναι – αυτή τη στιγμή - το αντικείμενο της συνάντησής μας, μιας και το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά θα λέγαμε πολύ απλά, το είπε ήδη και ο Δήμαρχος, είναι μια κληρονομιά, για την ακρίβεια είναι ένα αστικό - δημόσιο κτίριο - κληρονομιά του 1880 περίπου και ο όλος προβληματισμός μας - οι νομικές μας προτάσεις - αφορούν τον θεσμικό τρόπο λειτουργίας του- για τη νέα αυτή περίοδο.
Να θυμίσω ότι το έτος 1895 δόθηκε σε αυτό η πρώτη θεατρική παράσταση και άρα το νομικό θέμα είναι, για εμάς δηλαδή πιο συγκεκριμένα για τους νομικούς, η διαχείριση αυτής της πολιτιστικής κληρονομιάς[3].
Νοείται ότι για τους νομικούς το θέμα αυτό είναι εξαιρετικά δυσχερές, ενώ από όσα στοιχεία συγκέντρωσα, μόνο στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας – στα πλαίσια του Συγκριτικού Δικαίου - έχουν αρχίσει να ασχολούνται με την διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς.
ΝΟΗΜΑ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ
Θα μπω όμως για καλύτερη κατανόηση στα «χωράφια» των ιστορικών, και έχουμε εξαιρετικούς εκπροσώπους σήμερα εδώ, γιατί για να δώσουμε νόημα στην πολιτιστική κληρονομιά πρέπει να δούμε – να εντοπίσουμε τα συμφραζόμενα του χρόνου και του τόπου και θα επιχειρήσω μια συγκεκριμένη οριοθέτηση - αντιπαράθεση: ποιά ήταν τα συμφραζόμενα του χρόνου και του τόπου τότε που φτιάχτηκε το Δ.Θ.Π., τι υπηρέτησε, τι έγινε στη συνέχεια και ποια τα συμφραζόμενα του τόπου και του χρόνου σήμερα;
Αυτό το επιχειρώ για να δείξω κάτι που οι ιστορικοί τονίζουν και αναγκαστικά στην ιστορία του δικαίου και στους θεσμούς χρησιμοποιούμε και οι νομικοί, δηλαδή το ότι «δεν διαβάζουμε το παρελθόν μέσα από τα μνημεία αλλά τα μνημεία μέσα από το παρελθόν[4]».
Και εδώ χρησιμοποιώ δύο πρόσθετα επιστημονικά εργαλεία, α. το ένα είναι η «χαρτογράφηση» του Foucault [5] , με την έννοια ότι πρέπει να «δούμε» αυτή την πόλη και να την «χαρτογραφήσουμε» - να αποτυπώσουμε τους θεσμούς της για να μπορέσουμε να αξιολογήσουμε και την λειτουργία τους (περίγραμμα και περιγραφή) και β. ένα δεύτερο, να χρησιμοποιήσουμε την θεωρία της «θεατότητας», αυτό δηλαδή που ο Magritte έλεγε ότι μόνο η γνώση βλέπει, γιατί πρέπει να κάνουμε κατανοητά τα μη ορατά, αλλάζοντας επίπεδα ή και γωνίες θέασης ή και «φωτισμού» του υπό διερεύνηση αντικειμένου.
Δ.Θ.Π. - ΕΝΑ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ ΚΑΙ ΕΠΙΒΛΗΤΙΚΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΚΤΙΡΙΟ (1895)
Με βάση λοιπόν αυτά τα εργαλειακά δεδομένα το Δ.Θ.Π. τότε - είναι ένα εξαιρετικό δημόσιο κτίριο. Δεν χρειάζεται να πούμε την ιστορία του, την ξέρουμε όλοι. Λέω την ερμηνεία, γιατί είναι ένα εξαιρετικό δημόσιο κτίριο και να τονίσω ότι από τον Μεσαίωνα και μετά τα εξαιρετικά δημόσια κτίρια εκτός από τα παλάτια, ήταν για πάρα πολλούς αιώνες μόνο οι εκκλησίες. Τον 19ο αι. και μετά, όταν ξεκινάει η άνοδος της αστικής τάξης, την θέση τους παίρνουν οι όπερες σε όλη την Ευρώπη, μεταφορικά είναι οι «νέοι» καθεδρικοί ναοί της αστικής τάξης και όσο και αν σας φανεί περίεργο, οι σιδηροδρομικοί σταθμοί είναι οι «καθεδρικοί» ναοί της νέας τότε τεχνολογικής προόδου [6]. Στη σημερινή εποχή σαν εξαιρετικά δημόσια κτίρια έχουμε τα μεγάλα στάδια, τα μεγάλα ξενοδοχεία αλλά και τα μεγάλα σύγχρονα εμπορικά κέντρα - συγκροτήματα αλλά και τα σύγχρονα μουσεία [7].
Άρα εκείνη ακριβώς την περίοδο έχουμε ένα εξαιρετικό δημόσιο κτίριο (όπερα - θέατρο) γιατί αποτελεί ακριβώς την αντανάκλαση μιας ιδιαίτερα δυναμικής - εκείνη την εποχή - ανερχόμενης αστικής τάξης στον Πειραιά με κυρίαρχα - ξεχωριστά - χαρακτηριστικά και αναφορές στο εμπόριο και στην βιομηχανία [8]. Ο Πειραιάς τότε ήταν ένα καινούριο, πολύ δυναμικά ανερχόμενο - αυτόνομο οικονομικό κέντρο, που ξεπερνάει τα «στενά» όρια της πόλης, ανταγωνίζεται την Αθήνα και ταυτόχρονα είναι οι καινούριοι αστοί - κάτοικοι που κάνουν μια προσπάθεια να «ξεφύγουν από το ιστορικά άσημο παρελθόν της πόλης τους».
Τότε αναπτύσσεται αυτή η πρώτη έννοια της συγκρότησης τοπικής συνείδησης και τοπικής συνοχής ή και «αυτονομίας», ο δε ιστορικός Γ. Γιαννιτσιώτης την αναφέρει σαν «πειραϊκότητα», εγώ θα έλεγα είναι η πειραϊκή τότε «θέληση ανεξαρτησίας» από το «κράτος των Αθηνών». Το επόμενο κρίσιμο στοιχείο είναι ο Δήμος - η Δημοτική δηλαδή Αρχή της εποχής εκείνης που είναι η βασική και ισχυρή τοπική εξουσία. Να θυμίσω ότι μέχρι το 1862 ο Δήμαρχος διορίζεται από τον θρόνο (Βασιλιά) μετά από προηγούμενη πρόταση τριών υποψηφίων που προκύπτουν από δημαιρεσίες, ενώ οι άντρες - μόνο - αρχίζουν να ψηφίζουν για Δήμαρχο από το 1862 [10] και μετά, ενώ στη συνέχεια έχουμε μια σειρά από εξαιρετικούς Δημάρχους όπως: Ράλλης, Μουτζόπουλος, Ρετσίνας, Π. Ομηρίδης και κυρίως μια γρήγορη αστική ανάπτυξη δηλαδή: ύδρευση, δεντροφυτεύσεις, οδοποιία, ντόπια βιομηχανία κ.α.
Χαρακτηριστική είναι μια φράση της «Φωνής του Πειραιά» το 1860 που λέει ότι «στο Δημοτικό Συμβούλιο παρακάθηνται οι πλείστοι των εργοστασιαρχών του τόπου [11]». Άρα μιλάμε για το ισχυρό «όπλο» του εμπορίου και της βιομηχανίας της εποχής εκείνης, που έχει σαν ισχυρό θεσμό το Δήμο, διότι διοικητικά / πολιτικά δεν έχει ανεξαρτητοποιηθεί ακόμα ο Πειραιάς. Αυτό συμβαίνει λίγο αργότερα, όταν η διοικητική του ανεξαρτητοποίηση γίνεται το 1904 και ορίζεται πλέον ως αυτόνομη εκλογική περιφέρεια, διαχωρίζεται από την περιφέρεια της Αττικής και το 1905 εκλέγονται για πρώτη φορά 3 Πειραιώτες Βουλευτές. Αυτή είναι η ανάλυση - «χαρτογράφηση» του τότε και θεωρώ ότι έχει συγκεκριμένα όρια και σαφές «στίγμα».
Ας δούμε όμως πολύ συνοπτικά, αλλά επιτρέψτε μου, με την δική μου ματιά και προσέγγιση την όχι τόσο λαμπρή «συνέχεια», όπως οι προηγούμενοι ομιλητές παρουσίασαν.
Η πρώτη περίοδος υπεροχής του Πειραιά και η πολιτιστική αυτή ανάταση της πόλης συνθλίβεται τελικά (και όχι μόνο) κάτω από το βάρος της πρωτεύουσας. Σύμφωνα με τους ιστορικούς, οι ισχυροί τοπικοί σύλλογοι, οι διαμάχες για τον «έλεγχο» του λιμανιού μεταξύ Μανιατών και Κρητών είναι απλά ένα μόνο «αγκάθι» στην τότε «πειραϊκότητα».
Έχουμε λοιπόν από εκεί και πέρα, και αυτό φαίνεται πολύ έντονα στα μέσα του 1900, μια νέα πόλη με ένα συνεχές πολιτιστικό έλλειμμα που ενισχύεται με τις διαδικασίες κοινωνικού μετασχηματισμού στον Πειραιά [12] . Ιδιαίτερα μετά το 1922 αλλά και μέχρι το 1970, μιας και μετά και την εσωτερική μετανάστευση και εγκατάσταση του νέου πληθυσμού σε μια ενιαία πια περιοχή της πρωτεύουσας, που εκτείνεται από τα βόρεια προάστια μέχρι το Πέραμα, είναι πολύ δύσκολο να μιλήσουμε για τον Πειραιά, που δεν υφίσταται πλέον όπως αυτός σαν ανεξάρτητη πόλη - λιμάνι και βιομηχανικό κέντρο, όπως σχεδιάστηκε και αναπτύχθηκε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα[13].
Για όσους ζουν στον Πειραιά, όπως και εγώ, θυμίζω ότι υπήρξαν σαν «παραδείγματα» θεάτρου η περίπτωση της «Αυλαίας» και η περίοδος που «μεσουρανούσε» ο Στάθης Ψάλτης.
Παρά το ότι υπήρξε μια σπάνια εξαιρετική διετία 1957 - 1959 του Δ. Ροντήρη με το «Πειραϊκό Θέατρο», πάρα όλα τα «ιερά τέρατα» που ακούστηκαν, που όμως πρέπει να τονιστεί ότι αυτή η σπάνια - μοναδική - περίπτωση του Δ. Ροντήρη, κυριολεκτικά «αποκεφαλίστηκε [14]» από ένα εκλεγμένο Δήμαρχο, τον αείμνηστο Παύλο Ντεντιάκη, γιατί πολύ «ευγενικά» ο τότε Δήμαρχος αρνήθηκε την συνέχιση της συνεργασίας με τον Δ. Ροντήρη.
Χαρακτηριστικά τα δημοσιεύματα του τοπικού τύπου και ιδιαίτερα του «Χρονογράφου» - που φιλοξενούσε στις στήλες του τον τότε πρόεδρο της Φιλολογικής Στέγης Γρ. Θεοχάρη, ο οποίος έγραφε με εξαλλοσύνη και εμέμφετο τον Δήμαρχο «για τη μη συμμετοχή του στην κατάρτιση του δραματολογίου»!!!. Νοείται ότι μετά το φωτεινό – μικρό διάλειμμα της προσπάθειας του «Πειραϊκού Θεάτρου» του Δ. Ροντήρη, που όπως προανέφερα κυριολεκτικά «εκδιώχτηκε» από τον Πειραιά, το Δ.Θ.Π. επανήλθε στη συνήθη ανούσια μετριότητα των διάφορων εμπορικών θιάσων [15]. Τελειώνοντας την περίοδο του τότε λέω ότι πριν τους καταστροφικούς σεισμούς το Δ.Θ.Π. είχε γίνει πια οριστικά «ενοικιαζόμενη αίθουσα».
ΤΟ Δ.Θ.Π. ΣΗΜΕΡΑ – ΑΝΑΓΚΑΙΟΣ ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ ΥΠΕΡΤΟΠΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ
Να κάνω μια μικρή και σύντομη αντίστοιχη ανάλυση για το τώρα και να προχωρήσω σε κάποιες δικές μου παρατηρήσεις και προτάσεις.
Τώρα έχουμε να διαχειριστούμε και να αναλύσουμε το ανακαινισμένο πλέον Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Να δούμε και τώρα ποιά είναι τα συμφραζόμενα όπως κάναμε με το τότε: του χρόνου και του τόπου και να κάνουμε μια καινούργια «χαρτογράφηση». Τώρα λοιπόν έχουμε μια πόλη – λιμάνι, όπως πολύ σωστά είπε ο Υπουργός Παιδείας, που στοχεύει να γίνει η ελληνική πύλη του τουρισμού και πολιτισμού. Αυτό σημαίνει ή προϋποθέτει το να αυτοαναιρεθεί όμως με κάποιο τρόπο – που θα συζητήσουμε και αργότερα το πρώτο συνθετικό του, τη λέξη «Δημοτικό» που πρέπει για λίγο να υπερβουμε και να πάμε σε ένα καινούργιο υπερτοπικό χαρακτήρα.
Το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά βλέπει «θάλασσα», ανοίγεται στη Μεσόγειο όπως όλοι τόνισαν, αλλά ταυτόχρονα έχουμε και μια αλλαγή στην κοινωνική - οικονομική δομή, μιας και γίνεται τόσος αγώνας όπως τονίστηκε από όλους, για να γίνει home porting πια το λιμάνι του Πειραιά. Είναι στόχος – στοίχημα να έρχονται ακόμα και μια ή δύο ημέρες νωρίτερα στο λιμάνι αφετηρίας πια οι τουρίστες – επισκέπτες στη χώρα μας και να έχουν έτσι την ευκαιρία – δυνατότητα να δουν πέρα από την συνήθη επίσκεψη στην Ακρόπολη και εξαιρετικές παραστάσεις στο θέατρο του Πειραιά.
Γιατί τα λέμε όμως αυτά; Γιατί τώρα ρωτάμε διαφορετικά. Μάθαμε να ρωτάμε αλλιώς – διαφορετικά και τώρα παίρνουμε διαφορετικές απαντήσεις, μάθαμε να αφουγκραζόμαστε και πρέπει να δούμε τους πολλούς και σύνθετους τρόπους λειτουργίας του Δ.Θ.Π. Ήδη τα πιο πολλά ακούστηκαν. Πως μπορούμε λοιπόν μια κληρονομιά πολιτιστική, όπως είπα στην αρχή, να την διαχειριστούμε τώρα και εδώ για το σκοπό – θα χρησιμοποιήσω ένα παράδειγμα της ψυχιατρικής από τον S. Freud για την α-χρονικότητα του ασυνείδητου [16].
Έχει μείνει σαν χαρακτηριστικό «κλασσικό» παράδειγμα στην ιστορία και μεθοδολογία των επιστημών η επίσκεψη του Freud στη Ρώμη [17] όπου έκανε την εξής παρατήρηση: είδε στο ίδιο οικοδομικό τετράγωνο να συνυπάρχουν ρωμαϊκά, μεσαιωνικά αλλά και νεώτερα κτίσματα, και αυτό το πράγμα να συλλειτουργεί. Αυτό το χαρακτήρισε ότι είναι ακριβώς σαν το ασυνείδητο που, όταν βγαίνει στην επιφάνεια, έρχεται ανεξάρτητα από τον κάθε – διαφορετικό – χρόνο κατασκευής του συγκεκριμένου υποστρώματος, αλλά παρουσιάζεται συγχρονικά.
Αυτή λοιπόν η χρήσιμη α-χρονικότητα μας δίνει την δυνατότητα να μεταχειριστούμε το εξαιρετικό αυτό Μέγαρο σαν πολύσπαστο – με συγχρονικό τρόπο:
I. Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την ανακαινισθείσα και επισκευασθείσα «ξύλινη σκηνή» για να γίνεται – διδάσκεται θεατρική παιδεία – θεατρική ιστορία.
II. Μπορούμε σε αυτό να φέρουμε και να συνεργαστούμε με το Πανεπιστήμιο της Αθήνας και να διδάξουμε φοιτητές.
III. Μπορούμε να ενώσουμε τα ιστορικά και θεατρικά αρχεία, μπορούμε δηλαδή να έχουμε δυνατότητα ταυτόχρονης πολλαπλής αξιοποίησης πέρα από τα κλασσικά: δηλαδή μουσική και θέατρο.
IV. Μπορούμε να «συστήσουμε» δίκτυο ευρωπαϊκών πόλεων (4 ή 5 νομίζω) που διαθέτουν θέατρα με παρόμοιες «μπαρόκ» σκηνές.
ΚΡΙΣΙΜΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΤΑΣΗΣ
Ενδεικτικά στο σημείο αυτό οφείλω να παραθέσω μόνο τα βασικά στοιχεία της δικής μου πρότασης [18] (που στηρίζεται στο υφιστάμενο νομικό πλαίσιο της χώρας μας):
1. Από όσα ήδη αναφέρθηκαν, καθίσταται σαφής και αναγκαίος στόχος: α) η υπερτοπικότητα και β) ο δημόσιος – κοινωφελής χαρακτήρας του σκοπού του θεσμού του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, για τον οποίο, όπως σε όλους τους αντίστοιχους, προκρίνεται κατ’ αρχήν η μορφή του Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου – κοινωφελούς χαρακτήρα, με ουσιαστική, οργανωτική και διοικητική αυτοτέλεια.
2. Aυτός ο «μικτός» χαρακτήρας των Ν.Π.Ι.Δ. κοινωφελούς σκοπού είναι συνήθης τα τελευταία 20 χρόνια.
3. Είναι επομένως αναγκαία κατ’ αρχήν η σύσταση ενός ανεξάρτητου φορέα διαχείρισης, ο οποίος, λειτουργώντας χάριν του δημοσίου συμφέροντος – του «κοινού – γενικού καλού» – με κοινωφελή χαρακτήρα – με χαρακτηριστικά ιδιωτικού δικαίου, λαμβάνοντας υπόψη τη διεθνή εμπειρία αλλά και τις ειδικές ανάγκες και ιδιαιτερότητες του Πειραιά.
4. Για το λόγο αυτό, και παράλληλα, για να αποφευχθεί η χρήση του ως ενοικιαζόμενης αίθουσας για τέχνη του super market – ή ως κέντρο διερχομένων θιάσων, είναι απαραίτητο να έχει ως Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου, ίδια όργανα διοίκησης, δηλαδή Διοικητικό Συμβούλιο και Καλλιτεχνικό Διευθυντή, που θα ορίζουν το πρόγραμμα και τις άλλες οργανωτικές του λειτουργίες (αυτονομία δηλαδή τόσο από την κεντρική όσο και τη τοπική δημόσια διοίκηση).
5. Εξάλλου, το γεγονός ότι από το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά αυτό που έχει μείνει σήμερα δεν είναι ένας θίασος, όπως εξ’ αντιδιαστολής συνέβη με το Εθνικό Θέατρο, το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, την Ορχήστρα των Χρωμάτων και την Εθνική Λυρική Σκηνή, αλλά μόνο το κτίριο, ιδιοκτησίας του Δήμου Πειραιά, μας οδηγεί στην πρώτη διαπίστωση: Το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά δεν μπορεί δεδομένης της πολυετούς αδράνειας λειτουργίας του να αποκτήσει a posteriori θίασο. Είναι απαραίτητο να λειτουργήσει μόλις παραδοθεί αποκατεστημένο, προκειμένου να μην εγκαταλειφθεί εκ νέου, ενώ εξάλλου δεν είναι επιθυμητό να προστεθεί στη χώρα άλλο ένα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Η ανάγκη μείωσης του κόστους συνηγορεί προς αυτό, ενώ παράλληλα κάτι τέτοιο δεν συνεπάγεται αυτόματα την ενοικίασή του ως «κελύφους» σε όποιον το ζητήσει.
6. Με βάση τα πιο πάνω προαπαιτούμενα, το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά θα έχει πλέον τις υποδομές να συντάσσει το πρόγραμμα των ιδικών του καλλιτεχνικών και πολιτιστικών εκδηλώσεων. Η κατάρτιση του πολιτιστικού προγράμματος θα πρέπει να συντάσσεται με τριετή τουλάχιστον προγραμματισμό, με σαφή κριτήρια επιλογής και να περιλαμβάνει μετακλήσεις ολοκληρωμένων παραγωγών αλλά και μικτές παραγωγές και συν των χρόνω ολοκληρωμένες πρωτότυπες παραγωγές παραστάσεων θεάτρου, παιδικού θεάτρου, μουσικού θεάτρου, χορού, συμφωνικών συναυλιών, μουσικών εκδηλώσεων, ρεσιτάλ, ακόμη και παραστάσεων με ιδιαίτερες σκηνικές απαιτήσεις, όπως είναι η όπερα.
7. Προκειμένου να υπάρχει συνεχής λειτουργία αυτού του κοινωφελούς, μη κερδοσκοπικού Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου, είναι απαραίτητη η θωράκισή του με τα προνόμια και τις ατέλειες του Δημοσίου, που δόθηκαν στα άλλα θέατρα και μουσικά σύνολα.
8. Δεδομένης της κυριότητας του Δήμου Πειραιά επί του ακινήτου, είναι σκόπιμη η παραχώρηση της χρήσης του ακινήτου στο νέο Ν.Π.Ι.Δ., με όρους που να συνάδουν στη φύση και το εύρος του νέου θεσμού, κατά αντιστοιχία με τη σύμβαση παραχώρησης κατά χρήση των εκτάσεων του Δημοσίου στους Οργανισμούς Μεγάρου Μουσικής Αθηνών και Θεσσαλονίκης αντίστοιχα.
9. Λόγω των σπουδαίων χαρακτηριστικών του κτιρίου, υπάρχει ανάγκη σύνδεσης αυτού με το Ιστορικό Αρχείο του Δήμου, καθώς απαιτείται και η δημιουργία του Ιστορικού Αρχείου του ίδιου του Θεάτρου και η πιθανή στόχευση για την προαγωγή της θεατρικής παιδείας (με σύνδεση με Θεατρικό Τμήμα Πανεπιστημίου Αθηνών ή και σύσταση και λειτουργία Δραματικής Σχολής).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ
Με βάση τα προηγούμενα βασικά στοιχεία της ιστορικής αλλά και νομικής ανάλυσης θεωρώ λάθος την δημιουργία της πολιτιστικής Ακτής του Πειραιά, με διαφορετικό σχεδιασμό από την Ο.Λ.Π. Α.Ε. Είναι αδύνατον να μιλάμε και να κάνουμε τον Πειραιά «πύλη» του πολιτισμού όταν ο Ο.Λ.Π. έχει άλλο «μπαϊράκι», χαράσσει άλλη πορεία. Αν θέλουμε λοιπόν να εντοπίσουμε το νέο υπερτοπικό χαρακτήρα πρέπει να επιμείνουμε στη συνέργεια ή μάλλον στις συνέργειες.
Αυτός ο συνδυασμός – συνένωση δυνάμεων – είναι που τελικά προτείνεται, ώστε να μπορέσει να αποτελέσει η νέα περίοδος λειτουργίας του θεάτρου μία ευκαιρία πολιτιστικής αναγέννησης της πόλης, αλλά και της ευρύτερης περιοχής του Πειραιά.
Και ίσως κάποιος αναρωτηθεί: Μα όλα αυτά που εδώ προτείνονται μπορούν να γίνουν σε περίοδο κρίσης;
Η απάντηση είναι αβίαστα απλή. Αρκεί οι ίδιοι οι Πειραιώτες να δουν τι γίνεται στη «γειτονιά» αυτή της Μεσογείου για να αντληθούν στοιχεία για τη δύναμη της συνένωσης πολιτισμού και τουρισμού.
Το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, όπως το οραματίστηκαν οι θεμελιωτές του, δημιούργησε στα τέλη του 19ου αιώνα μια «αφήγηση» – αυτή της τοπικής ιστορίας και της αναπτυσσόμενης την περίοδο εκείνη αστικής τάξης.
Η συνέχεια στον 20ο αιώνα είναι πλήρως γνωστή και έχει να κάνει μόνο με την εδραία πεποίθηση ότι η κατανόηση των προηγούμενων λαθών είναι μέρος της προτεινόμενης λύσης.
Γι’ αυτό και για τη συγκρότηση – θεμελίωση της δικής μου πρότασης αναζητήθηκαν οι «καλές πρακτικές» που η εθνική νομοθεσία έχει να μας δώσει για ένα θεσμό σε όσμωση με το ευρωπαϊκό επίπεδο, σε ένα υπερτοπικό σχέδιο εξόδου από την προηγούμενη «εμπειρία», με μια νέα υπεύθυνη πρόταση ευρύτατης συναίνεσης και συνεργασίας.
Επειδή ακριβώς δεν θέλουμε – πιστεύω οι περισσότεροι – να χάσουμε το ακριβό προνόμιο της δημοκρατίας – αν δεν επιθυμούμε απλά να παριστάμεθα αδρανείς και αμέτοχοι, μπορούμε όλοι να δώσουμε την μάχη αυτή για την πνευματική αναγέννηση του Πειραιά.
Γιατί ειδικά τώρα την περίοδο της κρίσης το πιο επικίνδυνο πράγμα είναι η παραίτηση.
-----------------------------
[1] Βλ. Ελίνα Ν. Μουσταΐρα «Σχέση Δικαίου και Τέχνης», Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα 2006, σελ. 40.
[2] Βλ. ο.π. σελ. 41.
[3] Βλ. Ελίνα Ν. Μουσταΐρα «Συγκριτικό Δίκαιο και Πολιτιστικά Αγαθά», Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη 2012.
[4] Βλ. Αντώνη Λιάκο «Πως το παρελθόν γίνεται ιστορία», Εκδόσεις Πόλις 2007, σελ. 263.
[5] τοπογραφία - σχήμα και ταυτότητα της μορφής.
[6] Βλ. Eric Hobsbawm “Fractured Times. Culture and society in the twentieth century”, 2013 Little, Brown, σελ. 28 / «Θρυμματισμένοι καιροί» Κουλτούρα και Κοινωνία στον 20ο αι., Εκδόσεις Θεμέλιο.
[7] Εξαιρετικό παράδειγμα είναι η πόλη του Μπιλμπάο που κατάφερε να γίνει παγκόσμιο τουριστικό κέντρο χάρη στο Μουσείο Γκούγκενχαϊμ, έργο του Φρανκ Γκέρι.
[8] Βλ. Βάσια Τσοκόπουλο «Πειραιάς, 1835 – 1870, Εισαγωγή στην ιστορία του ελληνικού Μάντσεστερ», Εκδόσεις Καστανιώτη 1984.
[9] Βλ. Γ. Γιαννιτσιώτη 1860 – 1910 «Η κοινωνική ιστορία του Πειραιά – Η συγκρότηση της αστικής τάξης», Εκδόσεις Νεφέλη – Ιστορία 2006, σελ. 312.
[10] Βλ. Γ. Σωτηρέλη «Σύνταγμα και Εκλογές στην Ελλάδα 1864 – 1909», Εκδόσεις Θεμέλιο 1991.
[11] Βλ. Βάσια Τσοκόπουλο ο.π. σελ. 121.
[12] Βλ. Εθνικό Κέντρό Κοινωνικών Ερευνών – «Διαδικασίες Κοινωνικού Μετασχηματισμού στον Πειραιά Μετακινήσεις – Οικογένεια – Εργασία» – Συλλογική Μελέτη για τον Πειραιά, Αθήνα 1998.
[13] Ο. Benoit – Guilbot / Α. Χατζηγιάννης σε συλλογική μελέτη Ε.Κ.Κ.Ε. /Αθήνα 1988, σελ. 23 επ.
[14] Βλ. Νίκο Αξαρλή «Δημοτικό θέατρο Πειραιά, Θέατρο και πόλη», Εκδόσεις οδός Πανός 2001.
[15] Βλ. Νίκο Αξαρλή ο.π. σελ. 102 επ.
[16] Βλ. Sigmund Freud, “Civilization and its Discontents”, New York Norton – «Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας», Εκδόσεις Επίκουρος 1974.
[17] Βλ. Αντώνη Λιάκο «Πως το παρελθόν γίνεται ιστορία;», Εκδόσεις Πόλις 2007, σελ. 264.
[18] Βλ. Π. Δέγλερη «Δημοτικό Θέατρο Πειραιά» Μια νομική πρόταση για το θεσμικό πλαίσιο της νέας περιόδου λειτουργίας του, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη 2012, σελ. 49 επ.