vivlio

Στο βιβλίο αυτό επιχειρήθηκε, με αφορμή την ψήφιση και την πρώτη περίοδο εφαρμογής του Ν. 3886/2010, μια μάλλον συνθετική προσέγγιση στη νομοθετική και νομολογιακή εξέλιξη της προσωρινής δικαστικής προστασίας στις δημόσιες συμβάσεις, μιας και για τους νομικούς, σε παγκόσμιο επίπεδο, εξακολουθεί η λυδία αυτή λίθος της ενότητας νομοθεσίας και νομολογίας – δηλαδή δικαίου και δικαιοσύνης – να αποτελεί τη διαρκή και εναγώνια αναζήτηση του ιερού Γκράαλ ή απλά την πεμπτουσία μιας δικαιοκρατούμενης Πολιτείας.

 

Μετά την – κατά γενική ομολογία – επιτυχημένη διαδρομή του Ν. 2522/1997, με τον οποίο ενσωματώθηκε στο εσωτερικό μας δίκαιο η «δικονομική» Οδηγία 89/665, μετά την πρώτη περίοδο άρνησης εφαρμογής από την ελληνική πολιτεία και με την άνεση του χρόνου που η ευρωπαϊκή «νοοτροπία» επιτρέπει και επιδιώκει να μεσολαβεί από τη θέσπιση μέχρι την τροποποίηση κάθε νομοθετήματος, η ανάγκη αλλαγών στην Οδηγία που επιχειρήθηκαν με την 2007/66, η ίδια η διαδρομή της Οδηγίας, οι σχετικές αποφάσεις του Δ.Ε.Κ. / Δ.Ε.Ε., οι εξελίξεις στην ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση, η ολιστική πλέον ταξινόμηση δράσεων και ενεργειών, έθεσαν στον ευρύτερο ευρωπαϊκό δημόσιο διάλογο πολλά σύνθετα νομικά ζητήματα που έπρεπε να αντιμετωπισθούν.

Το αν βέβαια – πέρα από τη δεσμευτική νομοθετική πρωτοβουλία για εναρμόνιση με τη νέα τροποποιητική Οδηγία και την ψήφιση του Ν. 3886/2010 – αφέθηκαν και πάλι άλυτα τα περισσότερα από τα θέματα αυτά, που αφορούν άμεσα στη διοικητική οργάνωση και λειτουργία της Χώρας και στις εφαρμοζόμενες πολιτικές από τις Κυβερνήσεις, το καταδεικνύουν οι εξαιρετικά «χαμηλές» εθνικές επιδόσεις στον τομέα των δημόσιων συμβάσεων, τόσο ως προς την περίφημη «απορροφητικότητα», όσο και ως προς τη στόχευση – προγραμματισμό αλλά και υλοποίηση – απολογισμό, χωρίς βέβαια να αναφερθούμε στις περιπτώσεις διαφθοράς.

Στον ουσιαστικά διεπιστημονικό αυτόν τομέα των δημόσιων συμβάσεων, που έχει την κρίσιμη ιδιότητα της μεγάλης «διαπερατότητας» νομοθεσίας, ενωσιακών αρχών και κρατικών λειτουργιών, θεσπίζονται κοινοί «δικονομικοί» κανόνες που «επιβάλλουν» μέσα από την άμεση ισχύ και υπεροχή του κοινοτικού – ενωσιακού δικαίου μια άλλη «ορατότητα» στις εφαρμοζόμενες πολιτικές, μιας και σταθεροί και απαρέγκλιτοι στόχοι παραμένουν τόσο το δικαίωμα της ευχερούς πρόσβασης στη δικαιοσύνη με βασικές αρχές και διαμορφωμένους σταθερούς κανόνες, με πραγματικό δικαστικό έλεγχο της δράσης των διοικητικών οργάνων, όσο και η απαίτηση εφαρμογής του «χρυσού κανόνα» στην στοχευμένα – ορθολογική διαχείριση των διατιθέμενων πόρων.

Στο βιβλίο αυτό καταβλήθηκε προσπάθεια να αποτυπωθούν τόσο τα «ιστορικά» νομικά δεδομένα της «δικονομικής» Οδηγίας 89/665 όσο και το σημερινό κοινό «αποτύπωμα» νομοθεσίας και νομολογίας, μιας και ο τομέας αυτός των δημόσιων συμβάσεων θέτει «επί τάπητος» κάθε φορά που κρίνεται ένας δημόσιος διαγωνισμός όλα τα σχετικά θέματα του ενωσιακού και εθνικού δικαιικού πλαισίου, δοκιμάζοντας τα ίδια τα «όρια» της απονομής της δικαιοσύνης.

Εδώ, στον τόπο μας, συνεχίζουμε να μετράμε «ευκαιρίες του χαμένου χρόνου» με «ανέλεγκτη» αλλά και ελλειμματική λειτουργία της δημόσιας διοίκησης, με αναποτελεσματικές δήθεν «επιταχύνσεις», με σπαράγματα «δίκαιης δίκης», με ανούσιες νομοθετικές πρωτοβουλίες και άστοχες ρυθμίσεις μιας «ακριβής» – λόγω και παραβόλου – και κατά συνέπεια κακής δικαιοσύνης και άρα εξαιρετικά δυσχερούς έως ανέφικτης προσωρινής δικαστικής προστασίας.

Τέλος, για την εξαιρετικά καλαίσθητη και άρτια παρουσίαση του βιβλίου αυτού οφείλω να ευχαριστήσω τον για πολλά χρόνια συνεργάτη και φίλο εκδότη Παναγιώτη Σάκκουλα και όλο το εξαιρετικό επιτελείο του, όπως επίσης θερμά ευχαριστώ τη συνάδελφο δικηγόρο Βαΐα Στεργιοπούλου για την πολύτιμη συνεργασία και επιμέλεια όλου του υλικού του βιβλίου.

Ελπίζω το βιβλίο αυτό – μετά την ανάγνωσή του – να θεωρηθεί από τους αναγνώστες και μόνους κριτές του ότι κατάφερε να πει «όλα αυτά που πραγματικά είχε να πει».