Με αφορμή την έκδοση του ημερολογίου 2006  της Δημοτικής Κίνησης – Το Λιμάνι της Αγωνίας, «ο Πειραιάς και το ρεμπέτικο τραγούδι», που στην ουσία είναι μια ουσιαστική μελέτη και συμβολή στην εξερεύνηση αυτού του καταπληκτικού μουσικού φαινομένου, αλλά και την μαζικότητα της εκδήλωσης – παρουσίασής του, που έγινε στην θεατρική αίθουσα του Συνδέσμου μας, προκύπτει, μάλλον αβίαστα, ένα σπουδαίο χαρακτηριστικό για το ρεμπέτικο: Η διαχρονικότητά του.

Το ότι το ρεμπέτικο άντεξε τόσο πολύ στο χρόνο, παρά το ανελέητο κυνηγητό που υπέστη, από το 1936 και μετά, οφείλεται μάλλον σε όσα διαπίστωσε ο μοναδικός Μάνος Χατζιδάκις, στη σημαντική διάλεξή του, το 1949, που όμως εξακολουθούν να είναι επίκαιρα όσο ποτέ. Ο Μάνος Χατζιδάκις θέλησε να μπει στο πνεύμα και να σχολιάσει το ρεμπέτικο και μάλιστα είχε το θάρρος (το 1949) να συνδέσει το ρεμπέτικο με το βυζαντινό μέλος, με την εκκλησιαστική μουσική παράδοση της ανατολής, ίσως γιατί καταλάβαινε ότι αυτά τα τραγούδια είχαν γραφτεί για την αλήθεια, για την αλήθεια μέσα από εκείνες τις φτωχογειτονιές της ονειρικής κάποτε πόλης του Πειραιά.

Από την ιστορική αυτή διάλεξη του Μ. Χατζιδάκι, το 1949, που μπορεί κανείς να βρει στο βιβλίο του «Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΧΑΙΡΙ» από την εκδοτική εταιρία ΙΚΑΡΟΣ, καταγράφω δύο εξαιρετικά σημεία της.

«Το να θελήσει, λοιπόν, κανείς ν’ αγνοήσει την πραγματικότητα και μάλιστα του τόπου του, μόνο κακό του κεφαλιού του μπορεί να κάμει... Τα χρόνια μας είναι δύσκολα και το λαϊκό μας τραγούδι, που δεν φτιάχνεται από ανθρώπους της φούγκας και του κοντραπούντου ώστε να νοιάζεται για εξυγιάνσεις και για πρόχειρα φτιασιδώματα υγείας, τραγουδάει την αλήθεια και μόνο την αλήθεια.

Ο τόπος μας επιπλέον ακολουθάει, σχεδόν δίχως διακοπή, έναν πόλεμο μ’ επιμονή και με πίστη για την τελική νίκη, μα πάντα, και ιδιαίτερα σήμερα, κοπιαστικό και οδυνηρό. Σκεφθείτε τώρα κάτω από αυτές τις αδυσώπητες συνθήκες, την παρθενική ιδιοσυγκρασία του λαού μας. – Παρθενική γιατί τα εκατό χρόνια μόνον ελεύθερης ζωής, δεν ήσαν ικανά ούτε να την ωριμάσουν ούτε ν’ αφήσουν περιθώριο για να ριζώσουν τα τελευταία ευρωπαϊκά ρεύματα. Φανταστείτε λοιπόν όλην αυτή την στοιβαγμένη ζωτικότητα και ομορφιά συνάμα, ενός λαού σαν του δικού μας, να ζητά διέξοδο, έκφραση, επαφή με τον έξω κόσμο και να αντιμετωπίζει όλα αυτά που αναφέραμε πιο πάνω σαν κύρια γνωρίσματα της εποχής. Κι ακόμη σκεφτείτε τις ιδιαίτερα σκληρές συνθήκες του τόπου μας. Η ζωτικότητα καίγεται, η ιδιοσυγκρασία αρρωσταίνει, η ομορφιά παραμένει. Αυτό είναι το ρεμπέτικο. Κι από δω πηγάζει η θεματολογία του.

ΧΑΣΑΠΙΚΟΣ – ΖΕΙΜΠΕΚΙΚΟΣ...

Πάνω σ’ αυτούς τους ρυθμούς χτίζεται το ρεμπέτικο τραγούδι, του οποίου παρατηρώντας την μελωδική γραμμή διακρίνομε καθαρά την επίδραση ή καλύτερα την προέχταση του βυζαντινού μέλους. Όχι μόνο εξετάζοντας τις κλίμακες που από το ένστιχτο των λαϊκών μουσικών διατηρούνται αναλλοίωτες, μ’ ακόμη παρατηρώντας τις πτώσεις, τα διαστήματα και τον τρόπο εκτέλεσης. Όλα φανερώνουν την πηγή, που δεν είναι άλλη από την αυστηρή και απέριττη εκκλησιαστική υμνωδία.

(...) Κάποτε θα κοπάσει η φασαρία γύρω τους κι αυτά θα συνεχίσουν ανενόχλητα τον δρόμο τους. Ποιος ξέρει τι καινούρια ζωή μας επιφυλάσσουν τα νωχελικά κι απαισιόδοξα 9/8 για το μέλλον. Όμως εμείς, στο μεταξύ, θα ‘χουμε νιώσει πλέον για τα καλά, την δύναμή τους. Και θα τα ακούμε, πολύ φυσικά και σωστά, να υψώνουν την φωνή τους στον άμεσο περίγυρό μας και να ζουν για να ερμηνεύουν τον βαθύτερο εαυτό μας.»

ΥΓ.: Το έντονο κρύο του Γενάρη και κάποιες ελαφρές -ευτυχώς- αδιαθεσίες κράτησαν μακριά μας, από την εκδήλωση στις 29.1.2006, τρεις σπάνιους ανθρώπους: την Γεωργία Παπακωστούλα, τη τιμητική πλακέτα της οποίας παρέλαβε ο Αντώνης Νικολόπουλος, τον Πρόεδρο του Ομίλου Ερετών, τ. Δήμαρχο και Υπουργό και ιδιαίτερα αγαπητό μας Γιάννη Παπασπύρου, που για λογαριασμό του παρέλαβε τη τιμητική πλακέτα ο Γιώργος Μουτσάτσος και την Ξένη Οικονομοπούλου, που μας έστειλε το παρακάτω ευγενικό μήνυμα: