Σχολιασμός νομολογίας στην Τριμηνιαία Νομική Επιθεώρηση, «ΠΕΙΡΑΪΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ» (Τ.4/2005/σελ. 474 επόμ.)
Ⅱ. Διοικητικό
Εφετείο Πειραιώς 2056/2004
(Διοικ. Τμήμ. Α΄ Ακυρωτικό)
Πρόεδρος: Αθ. Φλίνδρη
Εισηγητής: Μαρ. Βάθη
Δικηγόροι: Ν. Μουκαζής (Πάρεδρος Ν.Σ.Κ.)
Π. Δέγλερης
Ανίσχυρες οι διατάξεις του άρθρου 1703 παρ. 3 περ. στ΄ του Π.Δ./τος 210/1993, που απαγορεύουν στους λιμενικούς τη δημοσίευση δηλώσεως ή γνώμης στον τύπο ή άλλο μέσο χωρίς άδεια των προϊσταμένων τους και συνιστούν πειθαρχικό παράπτωμα σε περίπτωση παράβασής τους, ως αντίθετες στις διατάξεις του άρθρου 14 του Συντάγματος και του άρθρου 10 της Σύμβασης της Ρώμης.
Επειδή με την υπό κρίση αίτηση, για την άσκηση της οποίας έχει κατατεθεί το νόμιμο παράβολο (σχ. 105695-697, 1179194-199/17.10.2003 ειδικά έντυπα παραβόλου σειρά Α΄), ζητείται η ακύρωση της 11117/96/8.8.2003 αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας. Με την απόφαση αυτή απορρίφθηκε αίτηση αναφοράς παραπόνων του αιτούντος κατά την 1117/25/2003 διαταγής του Αρχηγού του Λιμενικού Σώματος, με την οποία του είχε επιβληθεί πειθαρχική ποινή δεκαπενθήμερου περιορισμού.
Επειδή, κατά το άρθρο 1703 παρ. 3 περ. στ΄ του π.δ./τος 210/1993 (φ. 89 Α΄),το οποίο εφαρμόζεται αναλογικά και στο Λιμενικό Σώμα σύμφωνα με το άρθρο 129 του ν. 3079/2002 «Κύρωση του Κώδικα του Προσωπικού Λιμενικού Σώματος» (φ. 311 Α΄), θεωρείται πειθαρχική παράβαση η χωρίς την έγκριση του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας, έκφραση γνώμης για υπηρεσιακά θέματα του δια του τύπου ή άλλων μέσων.
Επειδή, κατά το άρθρο 14 του ισχύοντος Συντάγματος «1. Καθένας μπορεί να εκφράζει και να διαδίδει προφορικά, γραπτά και δια του τύπου τους στοχασμούς του τηρώντας τους νόμους του Κράτους», ενώ, εξάλλου κατά διάταξη του άρθρου 10 της Σύμβασης της Ρώμης «περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών» (ν.δ. 53/1974), (φ. 256 Α΄), που αποτελεί σύμφωνα με το άρθρο 28 του Συντάγματος, αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύει κάθε αντίθετης διάταξης του νόμου, «1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα εις την ελευθερία εκφράσεως. Το δικαίωμα τούτο περιλαμβάνει την ελευθερία γνώμης, ως και την ελευθερίαν λήψεως ή μεταδόσεως πληροφοριών ή ιδεών άνευ επεμβάσεως δημοσίων αρχών και ασχέτως συνόρων. 2. Η άσκησις των ελευθεριών τούτων, συνεπαγομένων καθήκοντα και ευθύνας, δύναται να υπαχθή εις ωρισμένας διατυπώσεις, όρους, περιορισμούς ή κυρώσεις προβλεπομένας υπό του νόμου και αποτελούντα αναγκαία μέτρα εν δημοκρατική κοινωνία δια την εθνικήν ασφάλειαν, την πράσπισιν της τάξεως... ».
Επειδή, οι ανωτέρω, αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις, που προβλέπουν και κατοχυρώνουν το δικαίωμα της ελεύθερης εκδήλωσης της σκέψης και της γνώμης έχουν εφαρμογή και στους λιμενικούς οι οποίοι έχουν δικαίωμα, όπως και οι ιδιώτες, να εκφράζουν ελεύθερα τις σκέψεις τους. Το δικαίωμα αυτό υπόκειται τόσο στους γενικούς περιορισμούς τους οποίους ο νόμος επιβάλλει σε κάθε πολίτη, που υπαγορεύονται από την ανάγκη προστασίας της προσωπικότητας ή του γενικότερου δημοσίου συμφέροντος, όσο και τους ειδικότερους περιορισμούς, οι οποίοι δικαιολογούνται από τη φύση της δημόσιας υπαλληλικής σχέσεως και τις υποχρεώσεις, που απορρέουν από αυτή. Πάντως, κατά τη ρυθμιστική δράση, ο νομοθέτης δε μπορεί να υπαγάγει το δικαίωμα της ελεύθερης εκδήλωσης της σκέψης και της γνώμης σε προληπτικά μέτρα, όπως η προηγούμενη άδεια των προϊσταμένων του υπαλλήλου, καθώς, οι παραπάνω περιορισμοί δεν επιτρέπεται να αναιρούν στην ουσία το ατομικό αυτό δικαίωμα και την αναγνωριζόμενη γενικά έκταση του εφαρμογής του. Κατ' ακολουθία αυτών, οι διατάξεις του άρθρου 1703 παρ. 3 περ. στ΄ του π.δ./τος 210/1993, οι οποίες απαγορεύουν στους λιμενικούς τη δημοσίευση δηλώσεως ή γνώμης στον τύπο ή άλλο μέσο χωρίς άδεια των προϊσταμένων τους, συνιστούν δε πειθαρχικό παράπτωμα σε περίπτωση παραβάσεώς τους, είναι ανίσχυρες γιατί αντίκεινται στις διατάξεις του άρθρου 14 του Συντάγματος και του άρθρου 10 της Σύμβασης της Ρώμης (πρβλ. Σ.τ.Ε. 251/2001).
Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, ο αιτών Αντιπλοίαρχος Λ.Σ. τιμωρήθηκε με την πειθαρχική ποινή του δεκαπενθήμερου περιορισμού, διότι τι πρωινές ώρες της 31ης Ιανουαρίου 2003 παραχώρησε συνέντευξη στον τηλεοπτικό σταθμό ALPHA χωρίς να έχει λάβει σχετική άδεια από την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας. Όπως, όμως κρίθηκε παραπάνω, οι διατάξεις στις οποίες στηρίζεται η αιτιολογία της πειθαρχικής αποφάσεως είναι αντίθετες με το άρθρο 14 του Συντάγματος και το άρθρο 10 της Σύμβασης της Ρώμης και για το λόγο αυτό ανίσχυρες. Ενόψει αυτών πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση ακυρώσεως και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.
Σχόλιο
1. Με την παραπάνω απόφαση (2056/2004) το Διοικητικό Εφετείο Πειραιά διευρύνει τον ακυρωτικό έλεγχο των εκδιδόμενων πράξεων επιβολής πειθαρχικών ποινών κατ' εφαρμογή του άρθρου 1703 του Π.Δ. 210/1993 και στους λιμενικούς υπαλλήλους, κρίνοντας με όμοιο σκεπτικό με την ήδη σταθερά διαμορφωθείσα νομολογία του Σ.τ.Ε. για τους αστυνομικούς και στρατιωτικούς υπαλλήλους (251/2001 Τμ. Γ΄ 907/1987, 1802/1986).
Το Διοικητικό Εφετείο Πειραιά με την σχολιαζόμενη απόφαση ακυρώνει την απόφαση επιβολής πειθαρχικής ποινής σε Αξιωματικό του Λ.Σ. για την παραχώρηση συνέντευξης σε τηλεοπτικό σταθμό χωρίς προηγούμενη άδεια της Αρχής, κρίνοντας ότι οι σχετικές διατάξεις του άρθρου 1703 του Π.Δ. 210/1993, σύμφωνα με τις οποίες συνιστά ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα η, χωρίς την έγκριση του Προϊσταμένου, έκφραση γνώμης για υπηρεσιακά θέματα δια του τύπου ή άλλων μέσων, είναι αντίθετες με το άρθρο 14 του Συντάγματος και το άρθρο 10 της σύμβασης της Ρώμης και για τον λόγο αυτό είναι ανίσχυρες.
2. Ειδικότερα η σχολιαζόμενη απόφαση έκρινε ότι:
α. Το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης της γνώμης, το οποίο προβλέπεται από τις αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις των άρθρων 14 του Συντάγματος και 10 της Σύμβασης της Ρώμης (ΕΣΔΑ), εφαρμόζεται και στους λιμενικούς υπαλλήλους, οι οποίοι έχουν δικαίωμα, όπως και οι ιδιώτες, να εκφράζουν ελεύθερα τις σκέψεις τους. Το δικαίωμα αυτό υπόκειται τόσο στους γενικούς περιορισμούς τους οποίους ο νόμος επιβάλλει σε κάθε πολίτη, που υπαγορεύονται από την ανάγκη προστασίας της προσωπικότητας ή του γενικότερου δημοσίου συμφέροντα, όσο και τους ειδικότερους περιορισμούς, οι οποίοι δικαιολογούνται από τη φύση της υπαλληλικής σχέσεως και τις υποχρεώσεις, που απορρέουν απ' αυτή, δεν επιτρέπεται όμως να αναιρείται στην ουσία με τη θέσπιση από τον νομοθέτη προληπτικών μέτρων.
β. Κρίθηκε δε τελικά ότι η προηγούμενη άδεια των προϊσταμένων του υπαλλήλου, αποτελεί προληπτικό μέτρο που αναιρεί στην ουσία το ατομικό δικαίωμα ελεύθερης εκδήλωσης της σκέψης και της γνώμης και συνεπώς οι σχετικές διατάξεις, με τις οποίες προβλέπεται απαγόρευση δημοσίευσης δήλωσης ή γνώμης στον τύπο ή άλλο μέσο, χωρίς την προηγούμενη άδεια του προϊσταμένου και σε περίπτωση παράβασης της απαγόρευσης συνιστούν ίδιο πειθαρχικό αδίκημα, κηρύχθηκαν ανίσχυρες.