Από την εναρκτήρια εισήγηση του Π. Δέγλερη στην εκδήλωση της 17ης.12.2007 στο αμφιθέατρο του Πανεπιστημίου Πειραιά
Φίλοι και φίλες, αγαπητές και αγαπητοί συνάδελφοι, θα είμαι ιδιαίτερα σύντομος, προσπαθώντας στην ουσία να εξηγήσω την επιλογή του θέματος της σημερινής εκδήλωσης: «από την κοινωνία της βίας στην κοινωνία της πρόληψης».
Γιατί την βία λίγο πολύ όλοι καθημερινά την αντιμετωπίζουμε, την αντιλαμβανόμαστε να διαχέεται στον κοινωνικό ιστό, στο κοινωνικό σώμα, ακόμη και μέσα στην ίδια την πόλη που ζούμε, με τις «σκοτεινές» γειτονιές, με τις εξεγέρσεις, με την παραβατικότητα των νέων, με τους μετανάστες, με την «ξενοφοβία».
Τη βλέπουμε να διαχέεται μέσα από προγράμματα της ελληνικής τηλεόρασης και τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας, τη βλέπουμε να είναι λεκτική, σωματική, να εμφανίζεται βία με όπλα, να υπάρχει βία νομοθετική και θα μου επιτρέψετε να δώσω σύντομα παραδείγματα για όλα αυτά, που στην ουσία στοχεύουν στον εκφοβισμό του κόσμου και στην ανασφάλεια.
Πάνω σε αυτό το παιχνίδι του φόβου, δηλαδή του εκφοβισμού και της ανασφάλειας έχει στηθεί όλο αυτό το παιχνίδι της σύγχρονης βίας, το οποίο καθόλου μα καθόλου δεν έχει εξαλειφθεί από την κοινωνία μας. Αναφέρω το χαρακτηριστικό παράδειγμα του Ρωμαίου Αυτοκράτορα, ο οποίος ευρισκόμενος στην αρένα και θέλοντας να δείξει τη βούλησή του για τους ευρισκόμενους μπροστά του μονομάχους προσδιόριζε με την κίνηση του αντίχειρα και ειδικότερα με ορθό τον αντίχειρα που σήμαινε «ζωή», ενώ με την αντίθετη κίνηση σηματοδοτούσε τον θάνατο.
Αλλά σε οιαδήποτε περίπτωση δεν πρέπει να θεωρήσουμε ότι η κρίση – απόφαση αυτή ήταν τελικά μόνο του ίδιου Αυτοκράτορα, γιατί κυρίαρχοι ήταν οι θεατές σε αυτή την αρένα κι εκείνο το οποίο πρέπει όλοι να συνειδητοποιήσουμε είναι ότι όταν λέμε "το πλήθος των θεατών της αρένας" εννοούμε αυτούς που είχαν τη δυνατότερη φωνή και είναι τελικά αυτοί οι οποίοι ουσιαστικά αποφάσιζαν για τη ζωή ή το θάνατο του όποιου μονομάχου βρισκόταν μέσα στην αρένα.
Αυτό σημαίνει ότι οι ίδιοι οι θεατές τελικά με τη δύναμη της φωνής τους, με την επιρροή τους, ήταν αυτοί που αποφάσιζαν και ήταν οι ίδιοι ταυτόχρονα και Δήμιοι και Δικαστές. Γι' αυτό ακριβώς ποτέ δεν τόλμησε Ρωμαίος Αυτοκράτορας να επιβάλλει διαφορετική απόφαση ή να συγκρουστεί με την απόφαση των θεατών.
Αν αυτό το παράδειγμα του Αυτοκράτορα και της κρίσης – απόφασης των θεατών σας θυμίζει την πρόσφατη αποπομπή ενός Υπουργού της Κυβέρνησης, σίγουρα δεν ευθύνομαι εγώ. Όμως όλοι γίνατε πρόσφατα μάρτυρες μιας απίστευτης πίεσης που ασκήθηκε μέσα από τις εφημερίδες, που ζητούσαν επίμονα την αποπομπή ενός Υπουργού και φαντάζομαι ότι το σχήμα με την κίνηση του αντίχειρα του κ. Πρωθυπουργού δεν θα μπορούσε να ήταν διαφορετικό. Άκουσε και σεβάστηκε την κοινή γνώμη για μια απόφαση, που διαμορφώθηκε από τα μέσα, που επίμονα ζητούσαν – αλλά και οι ουσιαστικά αποφάσισαν την αποπομπή του.
Μίλησα και για τη «νομοθετική» βία και αν μου επιτραπεί να χρησιμοποιήσω ως παράδειγμα, από την πρόσφατη καθημερινότητα, την πρόσφατη ψήφιση από το ελλ. κοινοβούλιο μιας διάταξης, που ήταν τόσο φωτογραφική που κυριολεκτικά «έδιωχνε» - εκπαραθύρωνε έναν Διοικητή ενός μεγάλου νοσοκομείου. Όλα αυτά συχνά «κρύβονται» από τη γνωστή φράση που διατρέχει τα σύγχρονα νομοθετήματά μας και προσδιορίζεται ως «Ρύθμιση θεμάτων ... και άλλες διατάξεις». Εκεί μέσα μπορούμε να δούμε πάρα πολλά παραδείγματα τέτοιας «νομοθετικής» βίας.
Για τη βία θα βρείτε πάρα πολλές σύγχρονες αναλύσεις ανάλογα με την προσέγγιση που υιοθετεί ο κάθε ένας. Και αυτή η προσέγγιση μπορεί επίσης να είναι είτε κοινωνιολογική, είτε ψυχολογική, είτε ψυχαναλυτική, είτε και να προσδιορίζεται με πολιτικές αναλύσεις, είτε ακόμη και με νεωτερικές, δηλαδή με όσες χρησιμοποιούν τον όρο του «επέκεινα».
Σίγουρο είναι ότι υπάρχουν σημαντικές καθημερινές διαπιστώσεις όλων μας, οι οποίες ξεκινούν από το "δεν πάει άλλο", μέχρι το ότι "έχει διαρραγεί ο κοινωνικός ιστός", μέχρι το ότι η Ελλάδα είναι η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα στο trafficking και στο «εμπόριο» γυναικών. Τη βία τη βλέπουμε στα σχολεία, στην οικογένεια, τη βλέπουμε στις αστικές διαφορές και γι αυτό στη δεύτερη ενότητα θα δούμε που και εμείς ως δικηγόροι μπορούμε να συνδράμουμε, να συμβάλλουμε στην επίλυση θεμάτων, αποφεύγοντας τη βία.
Είτε αυτό είναι ο «εκβιασμός» στις αστικές υποθέσεις, είτε είναι η άρνηση του δικηγόρου να στηρίξει την «διαμεσολάβηση» στην ενδοοικογενειακή βία, είτε είναι η συμβουλευτική συμμετοχή του Δικηγόρου μέσα στα αθλητικά σωματεία σαν Σύμβουλος ή σε άλλους κοινωνικούς φορείς της πόλης.
Χρησιμοποιώ τα δημοσιευμένα πρακτικά ενός εξαιρετικού συμποσίου, το μοναδικό νομίζω που έχει γίνει ειδικά για τη «βία» στην Ελλάδα, το έτος 2005 και το οποίο διοργάνωσε η Σχολή Μωραΐτη, απ' όπου επέλεξα τα συμπεράσματα από δύο εισηγητές προερχόμενους από φαινομενικά αντίθετους επαγγελματικούς χώρους: ενός Πολεοδόμου και ενός Καθηγητού Πανεπιστημίου. Ο δεύτερος είναι παρών σήμερα μαζί μας και μας τιμά ιδιαίτερα.
α. Σταύρος Σταυρίδης - Πολεοδόμος, ο οποίος αναφερόμενος στη σχέση της βίας με την πόλη καταλήγει ότι "το δικαίωμα στην πόλη για το οποίο μίλησε ο Lefebvre μπορεί σήμερα να σημαίνει δικαίωμα στη συνύπαρξη, δικαίωμα στη συνάντηση, δικαίωμα στην ίδρυση τόπων και σχέσεων ανάμεσα σε κοινωνικές ετερότητες. Οι χώροι και οι χρόνοι της ανθρώπινης χειραφέτησης μόνο σε μία τέτοια πόλη - ως δικαίωμα - ενδέχεται να βρεθούν".
Κρατώ από την αναφορά αυτή το "δικαίωμα στη συνάντηση" και το "δικαίωμα στην επικοινωνία μέσα από την ίδρυση τόπων και σχέσεων".
β. Ο εκλεκτός Καθηγητής Γιάννης Πανούσης, αναπτύσσοντας τις απόψεις του, στην ίδια επιστημονική συνάντηση, για τη «βία» και μάλιστα αναφερόμενος ιδιαίτερα στη βία στα σχολεία αναφέρει ότι: «Η ικανότητα των δασκάλων να διαχειρίζονται την ετερογένεια της τάξης και να προλαβαίνουν τις κρίσεις σχετίζεται με την αίσθηση για το κατώφλι του ανεκτού και του παραδεκτού. Όλα είναι ζήτημα ορίων. Το αντίδοτο στη βία είναι η δικαιοσύνη και ο σεβασμός (ακόμα κι αν χρειάζεται να επιβληθούν δίκαιες κυρώσεις, αλλά όχι εκδικητικές ποινές). Η επανορθωτική δικαιοσύνη (resto rative justice), όπου ο βίαιος μαθητής αναλαμβάνει την αποκατάσταση των ζημιών που προξένησε, μπορεί να λειτουργήσει, αν όλοι το πιστεύουν στη διαμεσολάβηση».
Κρατώ σαν 2ο σημείο αναφοράς από την εισήγηση του Γιάννη Πανούση το εξής: "το αντίδοτο στη βία είναι η δικαιοσύνη και ο σεβασμός στις δίκαιες κυρώσεις".
Γιατί ανέφερα αυτά τα 2 παραδείγματα; Γιατί πέρα από τις όποιες αναλυτικές προσεγγίσεις εκείνο που είναι αναγκαίο για να μπορέσουμε να προχωρήσουμε και να φτάσουμε στην πρόληψη, είναι ένα μοναδικό προαπαιτούμενο: Πρέπει να μιλήσουμε για το ρόλο της απονομής δικαιοσύνης. Αυτός είναι ο μηχανισμός που θα μας κάνει να μεταφερθούμε στην ουσία του σημερινού θέματος και να δούμε πως λειτουργεί ο νόμος και η δικαιοσύνη. Αν θέλετε υπάρχει ανάγκη για μια νέα κριτική θεωρία της δικαιοσύνης, που έχει να κάνει με την ίδια τη λειτουργία της δικαιοσύνης.
Κι αναφέρομαι επιπρόσθετα επιγραμματικά και σε θέματα που αφορούν την πόλη μου, μία πόλη η οποία τα τελευταία δέκα χρόνια έχει να παρουσιάσει μόνο αρνητική δημοσιότητα, είτε αφορά το «Σαμίνα», είτε αφορά το «παραδικαστικό», είτε αφορά αν θέλετε τους συμμετόχους στα περίφημα «ομόλογα». Αντιμετωπίσαμε ακόμα και ατυχήματα πλοίων, χωρίς όμως τελικά να καταφέρουμε να συνεννοηθούμε μεταξύ μας.
Αναφέρομαι στο κρουαζιερόπλοιο, που πρόσφατα βυθίστηκε στη Σαντορίνη, για το οποίο ακόμα και οι ίδιοι οι εμπλεκόμενοι αλλά και όλοι εμείς - μεταξύ μας - σαν κοινωνία, δεν έχουμε καταφέρει να απαντήσουμε αν πρέπει να ανελκυστεί το ναυάγιο ή όχι; Το επιφανειακό μέρος, δηλαδή ο πρώτος εμφανής περιορισμός της ρύπανσης και η εικόνα του τουρισμού αρχικά διασώθηκε. Η ουσία όμως του προβλήματος και το αν τελικά θα αποφύγουμε τη μεγαλύτερη ρύπανση δεν έχει λυθεί τελικά, αλλά και δεν έχουμε καταφέρει να βρούμε σημεία συνεννόησης.
Το ίδιο συνέβη και με το ναυάγιο του «Σαμίνα». Δεν καταφέραμε να μιλήσουμε μεταξύ μας και δεν καταφέραμε, ακόμα και σήμερα, να δούμε ποιος και τι τελικά έφταιξε.
Γιατί λοιπόν όλη αυτή η προσπάθεια να δούμε τη λειτουργία του δικαίου κάτω από τη βία; Κι αυτό είναι αν θέλετε η απάντηση και η συνέχεια στις δικές μας εκδηλώσεις που έχουμε οργανώσει, γιατί στην προηγούμενη ξεκινήσαμε να μιλάμε για τη δικηγορία και οριστικοποιήσαμε ότι δεν μπορούμε να μιλάμε για το ρόλο μας και το επάγγελμά μας, αν δεν μιλήσουμε πρώτα για το δίκαιο και τη δικαιοσύνη.
Σήμερα, με αφορμή τη βία στην κοινωνία, καταθέτουμε ότι έχουμε μία ουσιαστική ανάγκη για «εξωστρέφεια» και αυτό είναι η πρώτη εξήγηση γιατί η σημερινή εκδήλωση γίνεται στο Πανεπιστήμιο Πειραιά. Η δεύτερη ουσιαστική εξήγηση θα μου επιτρέψετε να πω είναι οι όροι εκείνοι με τους οποίους θα μπορούσαμε να δουλέψουμε για να έχουμε μια δίκαιη κοινωνία και να δούμε πως θα φτάσουμε στην πρόληψη, εξαλείφοντας τα φαινόμενα της βίας.
Επισημαίνω πολύ σύντομα τους όρους που θεωρώ απαραίτητους όπως: την «διαπερατότητα» και την «αρχαιολογία της γνώσης», όπως τους έχει ορίσει ο Φουκώ, με την έννοια ότι η βία έτσι και το όποιο νομικό πλαίσιο διαπερνούν τελικά όλο τον κοινωνικό ιστό κι έτσι μόνο θα μπορέσουμε να έχουμε μία ενιαία αντιμετώπιση και κρίση.
Χρησιμοποιώ επίσης ένα μέρος από τη «θεωρία του δικαίου» του John Rolls που είναι απαραίτητο σαν εργαλείο και είναι ακριβώς αυτή η έννοια της «ακριβοδικίας» και βέβαια και τη «θεωρία των παιγνίων» που και αυτή είναι απαραίτητη για να λειτουργήσει ένα σύστημα δικαιοσύνης.
Ολα αυτά μου είναι χρήσιμα για να μπορέσω να κάνω τη διάκριση ανάμεσα στις έννοιες των λέξεων fair και lawful. Σίγουρα ένας νόμος του κράτους είναι δίκαιο, είναι = lawful, είναι πια νόμος του κράτους (Φ.Ε.Κ.) (όπως το αρχικό παράδειγμα με τον εκδιωχθέντα Διοικητή). Ομως αυτό δεν σημαίνει ότι είναι και ακριβοδίκαιος, γιατί μπορεί να μην είχε επιλέξει αυτή τη θέση ο συγκεκριμένο Διοικητής αν ήξερε από την αρχή αυτή την αρνητική προϋπόθεση, δηλαδή πριν καν καταθέσει τα χαρτιά του για την υποψηφιότητά του.
Η «ακριβοδικία» είναι απαραίτητη για να μπορέσουμε να δούμε λύσεις στα προβλήματα, χωρίς να «διαφωνήσουμε» για τις βασικές αρχές. Κι αυτό αν θέλετε είναι ένα πρόβλημα που εντοπίζεται ιδιαίτερα στο ρόλο της δικαιοσύνης και στο δίκαιο στη χώρα μας. Οι Έλληνες είναι ο μόνος «περιούσιος» λαός, όπως αστειευόμενος συχνά αναφέρω, ο μόνος παγκόσμια λαός που δεν κατάγεται – προέρχεται σαν εξέλιξη του ανθρώπινου είδους σύμφωνα με την εξελικτική θεωρία, αλλά θεωρούν εαυτούς ως απευθείας απογόνους των Θεών. Και οι Έλληνες είναι ο μόνος λαός που έχει «πάντα δίκιο».
Γιατί το λέω αυτό; Γιατί πολλές φορές στην Ελλάδα κάνουμε «συμφωνίες» («συμβάσεις») για να ξεκινήσουμε π.χ. μια επιχείρηση, δηλαδή συμφωνούμε στην αρχική ή στην υποσχετική μόνο δικαιοπραξία, στις υποσχέσεις - στις αρχικές δηλώσεις του προοιμίου, αλλά ξεχνάμε να συζητήσουμε τους ακριβείς και λεπτομερείς όρους με τους οποίους θα μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε ένα θέμα στην ολότητά τους αλλά και σε διάρκεια χρόνου.
Πολλές φορές ξεκινάμε με ενθουσιασμό να συζητήσουμε κάτι, να συνεταιριστούμε, να κάνουμε οτιδήποτε. Όμως, μας φαίνεται ιδιαίτερα «βαρετό» ή ίσως ανώφελο και αποφεύγουμε να εξειδικεύσουμε τους λεπτομερείς όρους, μέσα από τους οποίους ακριβοδίκαια θα μπορέσουμε να έχουμε το όποιο τελικό επιτυχές αποτέλεσμα επιθυμούμε.
Αυτό τι μας δείχνει; Μας δείχνει ότι έχουμε όλα τα ενθουσιώδη χαρακτηριστικά του λαού μας (και ίσως πολλές φορές και δημιουργικά), που πολλές φορές όμως μας οδηγούν στο σημείο να διαπιστώσουμε ότι τελικά δεν εννοούσαμε ακριβώς «αυτό» που έγινε; Γιατί δεν είχαμε αντιμετωπίσει με προσοχή τους ακριβείς όρους με τους οποίους θα μπορούσαμε να λειτουργήσουμε.
Θέτουμε λοιπόν ξανά θέματα λειτουργίας της δικαιοσύνης πια, με σύγχρονες προτάσεις και όχι με όρους ιδεολογικούς, γιατί δεν είναι ανάγκη να συμφωνήσουμε σε ποιο Θεό πιστεύει ο καθένας, αλλά να δούμε με ακρίβεια όλους τους όρους με τις οποίες μπορούμε να συνυπάρξουμε αρμονικά.
Πρέπει να ξαναμιλήσουμε λοιπόν με ακριβείς και λεπτομερείς όρους, με συνθήκες και προτάσεις διαμεσολάβησης και επιπλέον με συνεχή λογοδοσία και ίσως απαιτείται ένα καινούριο συμβόλαιο-πλαίσιο, που να αφορά την ίδια τη λειτουργία της δικαιοσύνης.
Αυτή είναι η δεύτερη εξήγηση που στοχεύει η εκδήλωσή μας και γι' αυτό έχουμε την ανάγκη να ακούσουμε τους εκλεκτούς Πανεπιστημιακούς δασκάλους, την πρωτοπορία της γνώσης, ώστε στη συνέχεια όλοι εμείς, που μετέχουμε στην καθημερινή πρακτική σαν δικηγόροι, να μπορέσουμε να συνδέσουμε δημιουργικά θεωρία και πράξη.
Είναι ώρα λοιπόν να σας παρουσιάσω: τον κ. Γιάννη Πανούση καθηγητή Πανεπιστημίου Αθηνών, την κα Βάσω Αρτινοπούλου αν. καθηγήτρια του Παντείου Πανεπιστημίου και τον κ. Θόδωρο Παπαθεοδώρου αν. καθηγητή Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και αμέσως να τους δώσω το λόγο.
Ευχαριστώ πάρα πολύ όλους.