Με αφορμή την υπόθεση των Ζωνιανών και πέρα από όλα όσα δημοσιοποιήθηκαν στην τηλεόραση ή στον τύπο για τη μικρή αυτή δήθεν «Κολομβία» του ελληνικού χώρου, για το οργανωμένο έγκλημα, για τους κρητικούς, για τα δικαστήρια, τους λειτουργούς της δικαιοσύνης και την παρέμβαση της ελληνικής αστυνομίας, εκείνο που τελικά προβλήθηκε ιδιαίτερα είναι ότι με την επέμβαση της ελλ. αστυνομίας «πατήθηκαν» τα μέχρι τώρα «απάτητα» Ζωνιανά.
Προβάλλεται λοιπόν σαν απόλυτη ανάγκη να ξαναμιλήσουμε νηφάλια για τα θέματα της αστυνομίας, της αστυνόμευσης, της ασφάλειας των πολιτών, των ατομικών ελευθεριών, της δικαιοσύνης, αλλά κυρίως της οφειλόμενης λογοδοσίας όλων όσων συμμετέχουν με θεσμικούς ρόλους και υπηρετούν τις αρχές αυτές.
Για πολλές δεκαετίες και ιδιαίτερα μετά την μεταπολίτευση, τόσο σε διεθνές όσο σε εθνικό επίπεδο οι νομικοί, οι αστυνομικοί, οι δικαστές, οι κοινωνικοί φορείς, ο τύπος, μέσα από συνεχείς επιστημονικές αναζητήσεις προσπαθούν να διαλευκάνουν τις αντιθέσεις ανάμεσα στο δίκαιο και την ασφάλεια, ανάμεσα στην ασφάλεια και την ελευθερία, ανάμεσα στο ρόλο της αστυνομίας σαν δύναμη καταστολής (force) ή σαν σύγχρονη υπηρεσία (service).
Πολλές διεθνείς εισηγήσεις, πολλά διεθνή επιστημονικά συνέδρια αλλά δυστυχώς λίγα τα «εγχώρια» επιστημονικά δεδομένα για την αστυνόμευση και την αστυνομία στη χώρα μας και «αίφνης» πολλά τα φαινόμενα «βίας» που μας θυμίζουν ότι πρέπει να ξαναμιλήσουμε για το θέμα της αστυνόμευσης, αλλά και της οφειλόμενης λογοδοσίας της αστυνομίας.
Γιατί είναι καιρός πλέον να αξιολογήσουμε τη λειτουργία της αστυνομίας και να εστιάσουμε την προσοχή μας στην παρουσίαση και ανάλυση της δουλειάς της, να μην περιοριστούμε μόνο στα γνωστά θέματα, αν όντως χρειάζεται καλύτερη εκπαίδευση (που σίγουρα είναι κάτι το αναγκαίο) αλλά να ξαναδούμε πως δεν θα έχουμε συνεχή ξεσπάσματα «βίας», είτε αφορούν περιπτώσεις όπως του Κουμή, της Κανελλοπούλου, είτε αφορούν τον κύπριο φοιτητή στη Θεσσαλονίκη, είτε αφορούν το «πάτημα» σε ζώνες ανομίας, γιατί πράγματι τώρα περιμένουμε με αγωνία το «πάτημα» των Σεπολίων, του Κολωνού, του Βοτανικού και πολλών άλλων περιοχών της Αθήνας.
Γιατί ακριβώς όταν στην Ευρώπη η αστυνομία εξειδικεύεται και σε τοπικό επίπεδο αναλύει τα στοιχεία της κάθε περιοχής, μελετά πρώτα απ' όλα, παρουσιάζει τις μελέτες και τις αναλύσεις, σχεδιάζει, συνεργάζεται σε τοπικό επίπεδο με όλους τους φορείς, συλλειτουργεί με τα τοπικά συμβούλια πρόληψης εγκληματικότητας, παρακολουθεί και αναλύει το οργανωμένο έγκλημα, συνεργάζεται με επιστήμονες, παρουσιάζει ετήσιες εκθέσεις – πεπραγμένα και λογοδοτεί στην κοινωνία συνολικά για τις υπηρεσίες της και τις δράσεις της, συνεργάζεται με τους αρμόδιους της δικαιοσύνης χωρίς να καλλιεργεί αντιπαλότητα και βέβαια λειτουργεί ο πειθαρχικός και διοικητικός έλεγχος για όσους παραβαίνουν το καθήκον τους. Όταν στην Ευρώπη παρουσιάζονται οι διαφορετικές εξειδικευμένες αστυνομίες, με 45 αρχηγούς στην Αγγλία, με 15 διαφορετικές αστυνομίες στις Βρυξέλλες, απόλυτα εξειδικευμένες στον τομέα τους, που όλες συλλειτουργούν και μάλιστα εξαιρετικά αποτελεσματικά. Όταν όλα αυτά συμβαίνουν στο εξωτερικό, εμείς, μετά το απόλυτο «πολιτικό στίγμα» της μεταπολίτευσης, ασχοληθήκαμε αρχικά με την «ενοποίηση» και στη συνέχεια με την αποδοχή του φαινομένου της πλήρης απραξίας και «μηδενικής εμπλοκής» που ξεσπά, κατά περιόδους, με φαινόμενα «υπερβολικής» «βίας» ή και με το «πάτημα» ανεξέλεγκτων περιοχών, ενώ ταυτόχρονα εγκαταλείπεται σταδιακά και ο θεσμός του αστυνομικού της γειτονιάς («community policing») και απουσιάζει κάθε ουσιαστικός διάλογος για τις «ανεπάρκειες» αυτές.
Οι «γκάφες» της ΕΛ.ΑΣ. που «αθωώνουν» τους «χούλιγκανς», το περιστατικό της «ζαρντινιέρας» και της σύλληψης του φοιτητή της Θεσσαλονίκης με τα «πράσινα παπούτσια» και η «έκρηξη αυταρχισμού» που παρατηρείται και εκπλήσσει, επαναφέρουν επιτακτικά το θέμα της πολιτικής ανάλυσης και επιλογής του είδους της αστυνομίας που χρειαζόμαστε και θέλουμε, μιας αστυνομίας που δεν θα μας εκπλήσσει με βασανιστήρια σε βάρος αλλοδαπών και δε θα μας διασύρει διεθνώς και μιας αστυνομίας που δεν θα αποφασίζει να «πατά» περιοχές, χωρίς να συμβάλει ούτε στην πρόληψη, ούτε στην επίλυση της παραβατικότητας, ούτε στην μελέτη των εγκληματικών φαινομένων, αλλά ούτε και στις σύγχρονες υπηρεσίες αστυνόμευσης και ασφάλειας που πρέπει να προσφέρει στα πλαίσια μιας δίκαιης και δημοκρατικής κοινωνίας.