Ευχαριστούμε όλους εσάς που μας τιμάτε με την παρουσία σας.
Αγαπητέ Πρόεδρε, αγαπητή κυρία Αντιπρόεδρε, αγαπητά μέλη του Δ. Συμβουλίου, κύριε Αντιπρόεδρε της Βουλής, κύριοι Βουλευτές, κύριε Δήμαρχε, αγαπητέ καθηγητά κύριε Γ.Α. Μαγκάκη, συνάδελφοι, φίλες και φίλοι, θα προσπαθήσω να είμαι σύντομος, με την μικρή εισήγησή μου στην σημερινή μας βραδιά, προσπαθώντας κυρίως να εξηγήσω το γιατί – Η Πρωτοβουλία Ανανέωσης, η Συμμαχία των Δικηγόρων Πειραιά – επέλεξε την παρουσίαση του βιβλίου του συναδέλφου Αντώνη Βγόντζα με τίτλο «...Ανάμεσα στη μικρή και μεγάλη ιστορία...» και ταυτόχρονα να δώσω κάποιες απαντήσεις για το πως μπορούμε και οφείλουμε να μιλήσουμε εμείς οι δικηγόροι για την ίδια την δικηγορία.
Η σημερινή μας εκδήλωση, μέσα από την παρουσίαση του βιβλίου αυτού, είναι στην ουσία της μια προσπάθεια να ξαναμιλήσουμε εμείς οι δικηγόροι για την ίδια την δικηγορία, για το επάγγελμά μας και μάλιστα να δημοσιοποιήσουμε προς τα έξω, προς την κοινωνία δηλαδή, όλη αυτή την πορεία, με τις αναζητήσεις και προβληματισμούς μας, τις γνώσεις αλλά και την καθημερινή δουλειά και την αλήθεια για όλα αυτά και να τα μοιραστούμε εδώ σήμερα με όλους εσάς.
Το βιβλίο του Α. Βγόντζα έχει ένα εξαιρετικό στοιχείο: κάνει κατανοητή και με πολύ απλό τρόπο στον κάθε αναγνώστη όλη τη διαδρομή ενός δικηγόρου, αναλύει τι δίνουμε, ή τι διδασκόμαστε, γιατί ο κόσμος των νομικών δεν ενδιαφέρει μόνο εμάς τους ίδιους αλλά σίγουρα ενδιαφέρει τους πελάτες και την ίδια την κοινωνία, γιατί για αυτούς εργαζόμαστε, γιατί η ύλη των νομικών τους αφορά, μιας και χειριζόμαστε τις υποθέσεις τους, αλλά που κάποιος έπρεπε να πάρει την πρωτοβουλία αυτή.
Αν παρατηρήσουμε την «εικόνα» ή το «στερεότυπο» της κοινής γνώμης, είτε μέσα από τα θεατρικά κείμενα, είτε μέσα από τα «χαριτωμένα στιγμιότυπα» του ελληνικού κινηματογράφου ή από ό,τι άλλο έχουμε σαν στοιχείο πολιτισμού στην χώρα μας, θα δούμε ότι το «στερεότυπο» του δικηγόρου απέχει πολύ από αυτό που στην πραγματικότητα είναι η ίδια η δουλειά μας.
Επιπρόσθετα, μετά από όσα συμβαίνουν (ή συνέβησαν) και στο χώρο της δικαιοσύνης και στην πόλη μας υπάρχει και ένα επιπρόσθετο «στερεότυπο», αυτό της σιωπής. Γι’ αυτό χρειάστηκε ειδικά για τη σημερινή εκδήλωση όλοι εμείς εδώ να κάνουμε μια υπέρβαση. Ξεχάσαμε για σήμερα τους τίτλους υποψηφιότητας που έχουμε, γιατί και οι εισηγητές σήμερα είναι υποψήφιοι Σύμβουλοι και δηλώσαμε στην πρόσκληση απλά δικηγόροι, γιατί ακριβώς θελήσαμε να πιάσουμε το νήμα από την αρχή, να ξαναμιλήσουμε για την ουσία της δικηγορίας.
Και για να μιλήσουμε για την ουσία της δικηγορίας πρέπει σίγουρα να μιλήσουμε για το δίκαιο και για την δικαιοσύνη και μάλιστα σε ένα κόσμο που συνεχώς μεταβάλλεται με τρομαχτικά γρήγορους ρυθμούς. Έναν κόσμο ταχύτατα μεταβαλλόμενο που παράγει και αναπαράγει συνεχώς αντιφάσεις. Αυτό είναι το γνωστό καθεστώς πλέον της «ανομίας», που σημαίνει πολύ απλά ότι όλοι επιζητούν να αποκτήσουν αθλητικά παπούτσια «ΝΙΚΕ» για τα παιδιά τους, όμως όλοι δεν έχουν τις ίδιες δυνατότητες και τους ίδιους νόμιμους δρόμους για να τα αποκτήσουν. Αυτές είναι οι διαφορές και αντιφάσεις που διαπιστώνουμε ακόμα και σε «απλές» - καθημερινές έννοιες όπως είναι η ίδια η έννοια της ισότητας, που πολλοί θυμάστε ότι ξεκίνησε από το περίφημο σύνθημα «Ίση αμοιβή για ίση εργασία» και πως αυτό νομικά επεκτάθηκε σε ίσες ευκαιρίες, σε νέο οικογενειακό δίκαιο, σε ισονομία των γυναικών, αλλά έφτασε η έννοια της ισότητας να καταλαμβάνει πλέον σχεδόν όλους τους τομείς της ζωής μας (γιατί και αυτό είναι στοιχείο δικαίου και δικαιοσύνης στην κοινωνία μας).
Ισότητα σήμερα σημαίνει (ή πρέπει να σημαίνει) καταπολέμηση της «βίας», πρέπει να σημαίνει «όχι» στις διαφορετικές συμπεριφορές και στις φυλετικές διακρίσεις, πρέπει να υπάρχει ισότητα στην εκπαίδευση των αλλοδαπών, ισότητα σε όλες τις πολιτικές και να μη μας διαφεύγει η διαπίστωση τι κρύβει η ίδια αυτή αντίφαση για παράδειγμα (η έλλειψη δηλαδή της ισότητας) όταν όλοι οι έλληνες θεωρούν ότι έχουν «ιερή υποχρέωση» και δικαίωμα, όπου και να βρίσκονται, να χτίσουν μια δικιά τους ορθόδοξη εκκλησία και αναφέρω για παράδειγμα τον «Άγιο Νικόλαο» στη Νέα Υόρκη (κοντά στους δίδυμους πύργους), αλλά οι ίδιοι αντιδρούν λυσσαλέα σε όλους τους άλλους που θέλουν να φτιάξουν μια δική τους εκκλησία, για τον δικό τους Θεό, στην πόλη της Αθήνας.
Αναφέρομαι στο «Trafficking» γιατί έχουμε σίγουρα ένα ιδιαίτερα μεγάλο φαινόμενο εμπορίας ανθρώπων (κυρίως γυναικών) στην Ελλάδα αλλά και αυτό μπορούμε να το αναλύσουμε μέσα από τις τεράστιες και σημαντικές νομικές αντιφάσεις.
Και αναλύω το παράδειγμα με τις πολλαπλές προσεγγίσεις του. Μπορούμε:
α) να ξεκινήσουμε να αναλύουμε την πολιτική κατάρρευση κάποιων δημοκρατιών (πρώην σοσιαλιστικών) γύρω από την Βαλτική,
β) μπορούμε να δούμε την πολιτική της ευρωπαϊκής κοινότητας για προσέλκυση μεταναστών που τόσο έχει ανάγκη,
γ) μπορούμε να το δούμε σαν θέμα ασφάλειας συνόρων - σε επίπεδο αστυνομίας,
δ) μπορούμε να το δούμε σαν παράνομη – ανασφάλιστη αλλά «χρήσιμη» εργασία σε μας ή και
ε) όπως πολύ συχνά συνηθίζω να λέω μπορούμε να το δούμε σαν την επιγραφή σε διαφημιστική πινακίδα επαρχιακού ελληνικού δρόμου που αναφέρει: «Προσεχώς Βουλγάρες», γιατί σε κάθε ελληνική πόλη έχουμε «εμπόριο» γυναικών.
Πολλές φορές λοιπόν μέσα από αυτές τις τρομερές αντιφάσεις – αντινομίες του τόσο γρήγορα μεταβαλλόμενου κόσμου, γίνεται όλο και πιο δυσχερής η σχέση ανάμεσα σ’ αυτό που λένε «δίκιο» και στο «δίκαιο» ή τη δικαιοσύνη.
Το «δίκιο» του καθενός δεν είναι σίγουρα και δίκαιο. Γιατί το δίκιο μπερδεύεται με το δίκαιο, ή ακόμη τυχαίνει να έχουμε δίκιο αλλά να φτάσουμε στο τέλος να έχουμε άδικο ή όπως πολλές φορές συμβαίνει τελικά σφάλουμε, γιατί δεν θέλουμε και δεν είμαστε ικανοί να ακούσουμε τον λόγο ή τους λόγους του άλλου και των άλλων.
Αυτές τις αντιφάσεις – διαφορές σαν νομικοί οφείλουμε να αναλύσουμε και να προσεγγίσουμε ιδιαίτερα ανάμεσα στο δίκιο και την δικαιοσύνη και την κοινωνία, γιατί ταυτόχρονα σαν μέλη της κοινωνίας, σαν υπερασπιστές - σαν ερμηνευτές του δικαίου πρέπει να βρούμε και να προτείνουμε λύσεις σε αυτές τις λειτουργικές αντιφάσεις που «μπλοκάρουν» τη λειτουργία της δικαιοσύνης και οι λύσεις φαίνεται ότι υπάρχουν μόνο μέσα από μια δυνατότητα συναινετικού διαλόγου και διαμεσολάβησης που μπορεί να οδηγήσει σε επίλυση των διαφορών και αντιθέσεων.
Υπάρχουν πολλά παραδείγματα και από την αρχαία δραματουργία που εξακολουθεί να είναι η λαμπρότερη απόδειξη της δυνατότητας να μετατραπεί αυτή η αντινομία σε πηγή δημιουργίας.
Γιατί ακριβώς οφείλουμε να βρούμε λύσεις στα όρια του κράτους, της πολιτείας που ζούμε και γι’ αυτό προτείνω να δούμε μαζί πόσο εξαιρετικά επίκαιρα είναι τα διλήμματα και οι αντινομίες που πραγματεύεται τόσο αριστουργηματικά ο Σοφοκλής στην «Αντιγόνη».
Θα αναφερθώ εν συντομία στις σύγχρονες ερμηνείες πάνω στο κείμενο του μύθου της «Αντιγόνης», μιας και η ουσιαστική ανάγνωση της Αντιγόνης αφορά το νόμο, τη δικαιοσύνη, το κράτος και την πολιτική ή την πολιτεία, δηλαδή εμάς.
Υπάρχουν πολλές σύγχρονες ερμηνείες και σταχυολογώ τις πιο σημαντικές:
α) η πρώτη και ίσως η πιο συνήθης σε πολλές γνωστές σκηνοθετικές προσπάθειες όπου η εκδοχή της «αντιφασιστικής» Αντιγόνης που μάχεται τον τύραννο Κρέοντα. Είναι η «κλασική» μάχη ενάντια στην τυραννία και πολλές φορές θα δούμε ερμηνείες της τραγωδίας αυτής, όπου ο Κρέων παρουσιάζεται (περίπου) σαν δικτάτορας.
β) Η δεύτερη ερμηνεία στηρίζεται στην αντίθεση ανάμεσα στην ηθική και στη raison d’ Etat (σχέση κράτους – θρησκείας).\
γ) Η τρίτη ερμηνεία (μεταμοντέρνα ανάλυση) στηρίζεται στη διαμάχη του ατόμου ενάντια στο κράτος.
δ) Η τέταρτη ερμηνεία στηρίζεται στον Έγκελς με την οικογένεια στην αντίθεσή της με τον νόμο και την πολιτεία.
Σε αυτές τις ερμηνείες θα πρέπει να προστεθεί μια ακόμη με νομική διάσταση και να δούμε πως μέσα από το αρχαίο κείμενο μπορούμε να προτείνουμε λύσεις και μάλιστα τονίζεται ιδιαίτερα από τον Σοφοκλή (και τούτο πρέπει να αναλυθεί) ότι οι αντίθετες «αρχές» που υπερασπίζεται ο Κρέων και η Αντιγόνη είναι μόνο «φαινομενικά» ασυμβίβαστες.
Ειδικότερα διαβάζοντας τα στάσιμα του χορού θα δούμε ότι παραθέτει αυτό που εγώ ονομάζω νομική ερμηνεία, δηλαδή ότι τις αντιθέσεις δεν τις βλέπει μοιρολατρικά, αλλά προτείνει λύσεις, μέσα από την έννοια του ανθρώπου που λειτουργεί στην κοινωνία και μάλιστα λέει ότι ο άνθρωπος πρέπει - οφείλει να γίνει υψίπολις και για να το κατορθώσει αυτό πρέπει να «συνυφάνει τους νόμους χθονός», δηλαδή να «συνυφάνει» τους νόμους της πόλης με την «θεών ένορκων δίκα» (με τους νόμους των Θεών), αλλιώς κινδυνεύει να γίνει άπολις. Δηλαδή ο άνθρωπος που από υπερβολική τόλμη - αυθάδεια - ύβρη κινδυνεύει να βρεθεί εκτός της πόλης του και της κοινωνίας του και να γίνει άπολις.
Σε αντίθεση λοιπόν με τον υψίπολη που εμείς χρειαζόμαστε, υπάρχει ο άπολις που κανείς δεν τον θέλει ως «παρέστιο», κανείς δεν τον θέλει για να «κάτσει και να φάει μαζί του», αλλά ούτε και «ως ίσον φρονούντα» (ίσο με τους άλλους).
Το θέμα λοιπόν της τραγωδίας δεν είναι η αθωότητα της Αντιγόνης, το θέμα είναι η «ύβρις» όταν υπάρχουν δύο αντιμαχόμενες αρχές (όταν υπάρχει αντινομία). Σε αυτή την εξήγηση στοχεύει η δική μου προσέγγιση, ακριβώς δηλαδή στο πως μπορούμε να «σπάσουμε» τις καθημερινές αντιθέσεις και αντιφάσεις σε μια σύγχρονη κοινωνία, μέσα από τη διαδικασία του να τις «συνυφάνουμε», γιατί ο κάθε άνθρωπος οφείλει και πρέπει να γίνει υψίπολις συνυφαίνοντας τις αντιθέσεις (με το ρήμα του ποιητή «παρείρων»). Κι όμως η Αντιγόνη και ο Κρέων είναι «ανίκανοι» να «συνυφάνουν», γιατί και οι δύο, με την τυφλή υπεράσπιση τους ο καθένας στην δική του αρχή, γίνονται τελικά αλαζονικοί και οι δύο καταλήγουν «απολίδες».
Αυτό είναι και νομικά υπέρτατο παράδοξο, που εγώ ονομάζω στην τραγωδία της Αντιγόνης και τούτο γιατί:
α) Ο Κρέων ξεπερνώντας τα όρια του «φρονείν» καθηλωμένος στο «μόνος φρονείν», ο υπέρμαχος των νόμων της πόλης, γίνεται τελικά άπολις.
β) Η δε Αντιγόνη γίνεται εξίσου άπολις και θυμίζω την χαρακτηριστική σκηνή όταν την συλλαμβάνει ο Φύλαξ (γιατί είναι η τρίτη φορά που έχει προσπαθήσει - όχι πια να θάψει αλλά να ρίξει χώμα - κάνοντας αυτή την συμβολική πράξη στο νεκρό Πολυνείκη) και όπου ο χορός πια δεν απευθύνεται στην Αντιγόνη για την ασέβειά της αλλά την χαρακτηρίζει «τρελή».
Η αφροσύνη της δε έγκειται στο ότι δεν μπόρεσε να «συνυφάνει» τις δύο αντίθετες αρχές και υπερέβη τα όρια, γιατί η πόλη - η κάθε πόλη - χωρίς τους «νόμους χθονός», χωρίς τους νόμους της - δεν μπορεί να υπάρξει και παραβιάζοντάς τους η Αντιγόνη παραβιάζει το «ίσον φρονείν» και γίνει και αυτή άπολις και οδηγείται στην καταστροφή.
Σαν ιδιαίτερη νομική ανάλυση λοιπόν εγώ προτείνω όπως μέσα από τα στάσιμα του χορού, αξίζει να δούμε ότι πολλές φορές, ακόμα και όταν έχουμε δίκιο, καταλήγουμε να έχουμε τελικά άδικο και βέβαια δεν υπάρχει έσχατος λογικός λόγος όπου θα προσέθεταν οι φιλόσοφοι. Τονίζω για αυτήν την θεωρητική παραδοξότητα τον λόγο του Αίμονα που μιλάει στον πατέρα του - τον Κρέοντα - και αναφέρει: «ούτε θέλω, ούτε μπορώ να πω ότι έχει άδικο, έχεις όμως άδικο γιατί επιμένεις να έχεις δίκιο, μόνος σου».
Και οι δύο λοιπόν - ο καθένας τους μόνος - δεν μπορεί, δεν θέλουν και δεν είναι ικανοί να ακούσουν τους λόγους των άλλων. Και έτσι μέσα στην ύβρη, στην αλαζονεία, δεν κατορθώνουν να «συνυφάνουν». Μήπως τελικά το επίκαιρο ερώτημα της τραγωδίας βρίσκεται στη διαφορετική ένταση των διαφορετικών επιταγών – επιλογών και πεδίο εκδήλωσης αυτής της διαλεκτικής είναι ο ίδιος ο κόσμος;
Μήπως η φρόνηση που «χαρίζει την εύνοια των ουρανών ταυτίζεται με τον υποχρεωτικό πλέον διάλογο μεταξύ των παραδομένων νόμων του καθενός, είτε «θετικών», είτε «ανθρώπινων»; Και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο άνθρωπος του Σοφοκλή ξέρει ότι είναι θνητός και ότι ο βασικός αυτός καθορισμός του είναι ανυπέρβλητος. Συνεπώς εγώ τουλάχιστον καταθέτω, σήμερα ενώπιόν σας, αυτό το συμπέρασμα, από το αρχαίο αυτό κείμενο, που θεωρώ κορυφή της δημοκρατικής πολιτικής σκέψης και για νομικούς οι οποίοι πρέπει να επιμείνουμε στο «ίσον φρονείν».
Και για να επιμείνουμε αυτό χρησιμοποιώ πάλι τη φράση του ίδιου ποιητή γιατί το κριτήριό μας οφείλει να είναι το: «ουδέν ανθρώπου δεινότερο» και αυτό δεν το ανακαλύπτουμε με κάποιο «χάρισμα των θεών», αλλά ακριβώς μόνο μέσα από την «αυτοδημιουργία» που προσδιορίζει και προσδιορίζεται μόνο από τα έργα του ανθρώπου.
Πρέπει λοιπόν ή ίσως καλύτερα οφείλουμε όλοι εμείς οι νομικοί με ρόλο κοινωνικά χρήσιμο για μια κοινωνία δίκαιη και ελεύθερη, μέσα σε ένα κόσμο τόσο γρήγορα μεταβαλλόμενο, με τόσες αντιθέσεις και αντιφάσεις, οφείλουμε να προσπαθήσουμε να «συνυφάνουμε» χωρίς ύβρη – χωρίς αλαζονεία, αλλά με άξονα και κριτήριο την «αυτοδημιουργία», δηλαδή τα καθημερινά μας, τα δικά μας ανθρώπινα έργα.
Ολοκληρώνω με αυτές τις σκέψεις την εισήγησή μου τονίζοντας ότι πρέπει να ξαναμιλήσουμε για την ουσία της δικηγορίας. Για να μιλήσουμε όμως για την δικηγορία είναι υποχρεωτικό να μιλήσουμε για το δίκαιο και την δικαιοσύνη στην κοινωνία μας. Γι’ αυτό θωρήσαμε (και επιλέξαμε για θέμα της πρώτης μας εκδήλωσης) σαν καλύτερο παράδειγμα το βιβλίο του Αντώνη Βγόντζα που συγκεντρώνει δύο στοιχεία που το καθιστούν ιδιαίτερα ελκυστικό α) την «αυτοδημιουργία», δηλαδή πρόκειται για έργο ζωής του ιδίου και β) το ότι τόλμησε να δημοσιοποιήσει.
(Από την εναρκτήρια εισήγηση του Π. Δέγλερη στην εκδήλωση της 27.11.2007 στην αίθουσα του Δ.Σ.Π.).