Το κείμενο αυτό είναι επεξεργασμένη μορφή της εισήγησής μου στο Νομικό Συμπόσιο που έγινε στις 6.6.2005 στον Πειραιά με θέμα: «Πρόληψη νεανικής παραβατικότητας» και έχει δημοσιευθεί στην "ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΜΦΑΣΗ", τριμηνιαία επιθεώρηση του ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ - Τ. 23 / Ιούνιος 2005 / σελ. 166.

degleris-2

degleris-3

Θα ξεκινήσω με μία υπόθεση εργασίας που παράλληλα οριοθετεί την προσέγγισή μου στο σημερινό θέμα: Για να σχεδιάσουμε μέτρα αντεγκληματικής πολιτικής, ιδιαίτερα σε ένα τόσο ευαίσθητο τομέα, όπως είναι η νεανική παραβατικότητα, πρέπει να εξετάσουμε 2 βασικές παραμέτρους: α) τη σημερινή ανάλυση του συστήματος απονομής ποινικής δικαιοσύνης και β) να μελετήσουμε και να λάβουμε σοβαρά υπόψη μας τα πορίσματα των εγκληματολογικών θεωριών και ερευνών.

Το σύστημα της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης σήμερα παρουσιάζει μια έντονη κατάχρηση της ποινικής καταστολής. Έχουμε ένα ιδιαίτερα σημαντικό πρόβλημα από την πολυνομία και την κακονομία. Έχουμε ένα πρόβλημα διόγκωσης της ποινικής καταστολής και μια υπερποινικοποίηση, με μια ιδιαίτερα αυξημένη παραγωγή νέων ποινικών νόμων, ιδιαίτερα σ' αυτό που επιμένει ο Καθηγητής Ι. Μανωλεδάκης, με τους ειδικούς ποινικούς νόμους, που παρουσιάζουν και ένα πρόσθετο πρόβλημα αντισυνταγματικότητας. Οι δικαστές σπάνια κρίνουν τους νόμους αυτούς ως αντισυνταγματικούς, παρόλο που δεν έχουν το ορισμένο περιεχόμενο που απαιτεί το άρθρο 7 παράγραφος 1 του Συντάγματος για την περιγραφή της αξιόποινης πράξης, δηλαδή δεν έχουν την απαιτούμενη ειδική τυποποίηση του εγκλήματος.

2oNomSimpProsklisiΑντίθετα ο κάθε συντάκτης νομοσχεδίου, ο κάθε εισηγητής υπάλληλος Υπουργείου, σε οποιοδήποτε νομοσχέδιο καταρτίζει, θεωρεί ιδιαίτερο καθήκον του να προσθέσει και ποινικές διατάξεις. Δεν είναι υπερβολή λοιπόν να πούμε πως σχεδόν σε κάθε νόμο που ψηφίζεται βρίσκεται και μία ποινική διάταξη για την αντιμετώπιση των παραβάσεων κάποιων από τις προτεινόμενες διατάξεις του, θεσπίζοντας έτσι δευτερεύοντες κυρωτικούς κανόνες, αλλά στην ουσία πολλές φορές αόριστους, «λευκούς» ποινικούς νόμους.

Ωστόσο οφείλουμε να επιμείνουμε ότι η τυποποίηση σε έγκλημα συγκεκριμένης ανθρώπινης συμπεριφοράς απαιτεί εξαιρετικής σημασίας πράξη νομοθετικής πολιτικής, που πρέπει να ασκείται με ιδιαίτερη ευθύνη και υπευθυνότητα.

Σ' αυτή την πολυνομία, σ' αυτό το σύστημα της απονομής ποινικής δικαιοσύνης, γιατί δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η ποινική καταστολή ως επιμέρους μηχανισμός του όλου διοικητικού μηχανισμού είναι το ισχυρότερο εργαλείο επιβολής της κρατικής εξουσίας, έρχεται να προστεθεί και ένα σημαντικό πόρισμα της επιστήμης, αυτό της αναποτελεσματικότητας, δηλαδή πρόκειται για την ίδια τη διόγκωση της ποινικής καταστολής, που τελικά η ίδια (η ποινική καταστολή) αυξάνει την εγκληματικότητα, στο μέτρο που η δεύτερη ορίζεται νομικά μέσα από την πρώτη.

Γιατί αυτό συμβαίνει; Γιατί ενώ υποτίθεται ο σχεδιασμός της ποινικής καταστολής είναι να καταστείλει την εγκληματικότητα, συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Δηλαδή προσπαθώντας να καταστείλει την εγκληματικότητα, αυξάνει το έγκλημα δημιουργώντας νέους ποινικούς νόμους. Αυτή είναι η πρώτη διαλεκτική αντίφαση που μας κάνει να είμαστε πλέον ιδιαίτερα επιφυλακτικοί απέναντι στο σύστημα της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης. Με τη διόγκωση της ποινικής καταστολής να αποτελεί πλέον τη μόνιμη ανησυχία των σύγχρονων ποινικολόγων και εγκληματολόγων σε διεθνή κλίμακα.

Αλλά για να σχεδιάσουμε την οποιαδήποτε αντεγκληματική πολιτική, πέρα από την παραπάνω ανάλυση του συστήματος της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης με τα κύρια χαρακτηριστικά της, δηλαδή τη διόγκωση, την κατάχρηση, καθώς και την αναποτελεσματικότητα, θα πρέπει να λάβουμε πολύ σοβαρά υπόψη μας και τα πορίσματα της επιστήμης της εγκληματολογίας, αλλά και των σχετικών ερευνών της. Θεωρώντας ως ουσιαστική τη συμβολή των εγκληματολογικών θεωριών για την «εξήγηση» του εγκληματικού φαινομένου στο σχεδιασμό της αντεγκληματικής πολιτικής, γιατί η οποιαδήποτε χάραξη μιας στοιχειώδους ορθολογικής αντεγκληματικής πολιτικής προϋποθέτει τη γνώση των παραγόντων που συντελούν στη γένεση του εγκληματικού φαινομένου.

Θα αναφερθώ επιγραμματικά και μόνο σ' αυτά που θεωρώ ως τα πλέον σημαντικά και είναι: α) ο σκοτεινός αριθμός της εγκληματικότητας, που έχουμε φτάσει να θεωρούμε (σε αυτό συμπίπτουν όλες οι έρευνες) ότι είναι αδύνατον να συλλάβουμε το 80% της πραγματικής παραβατικότητας, δηλαδή δεν θα το μάθουμε ποτέ, β) τις θεωρίες του «στιγματισμού» ή ετικέτας γ) και επιτρέψτε μου να προσθέσω και κάτι το οποίο αφορά και τα ιδρύματα για τους ανηλίκους, αλλά έχει καθιερωθεί να λέγεται η αποτυχία της φυλακής. Τούτο δε γιατί η «εκδίκηση» στο σύγχρονο ποινικό σύστημα είναι η «αποτυχία της φυλακής».

Αν αναλογιστούμε ότι στο άρθρο 1 του Σωφρονιστικού Κώδικα διατυπώνεται ότι: «Σκοπός της μεταχείρισης και άρα του εγκλεισμού είναι η «επανακοινωνικοποίηση» του δράστη, «ξεχνώντας» τη βασική αρχή της Κοινωνιολογίας, ότι όσο πιο πολύ «κοινωνικοποιείς» κάποιον σε ένα περιβάλλον, τόσο τον «αποκοινωνικοποιείς» από το άλλο, στο οποίο θέλεις «δήθεν» να επανεντάξεις».

degleris-4Άρα όσο πιο «βαθιά» και πολύ διαρκεί ο εγκλεισμός, για παράδειγμα στο ίδρυμα, είτε στη φυλακή, τόσο περισσότερο το άτομο κοινωνικοποιείται στο «περιβάλλον» της φυλακής και «αποκοινωνικοποιείται» σε σχέση μ' αυτό (την ελεύθερη κοινωνία) που είναι ο διακηρυγμένος μας στόχος. Αυτή είναι η δεύτερη επιστημονική αντίφαση και γι' αυτό πλέον σήμερα αναφερόμαστε στη χρήσιμη «αποτυχία» της φυλακής, γιατί συμβολίζει το «κακό» και επιτελεί κάποιους άλλους ρόλους απ' αυτούς που εμείς αρχικά επιδιώξαμε.

Θα προσθέσω ότι και εφόσον η ειδική πρόληψη δεν φαίνεται να πετυχαίνει τους στόχους της, μέσα από την αποτυχία του θεσμού της φυλακής και ιδιαίτερα των ιδρυμάτων για τους ανήλικους, νομίζω ότι και η γενική πρόληψη, αυτό που ονομάζουμε «εκφοβισμό», δεν έχει πια την ίδια ή καθόλου αποτελεσματικότητα.

Με τόσους ειδικούς ποινικούς νόμους ο παραβάτης για παράδειγμα ενός ειδικού ποινικού νόμου (που δεν έχει τυποποιηθεί το ουσιαστικό άδικο), αλλά προβλέπονται ποινικές κυρώσεις μόνο για την μη τήρηση των επιταγών του, ούτε επικίνδυνος είναι, ούτε έχει ανάγκη φρονηματισμού.

Αποτέλεσμα όλων των παραπάνω, δηλαδή τόσο των πορισμάτων των εγκληματολογικών ερευνών, όσο και της ανάλυσης του συστήματος της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, είναι ότι για να σχεδιάσω αντεγκληματική πολιτική θα πρέπει να στοχεύσω σε μία ευρύτατη αποποινικοποίηση, σε μία απεγκληματοποίηση ή αν θέλετε και σε μία αποδικαστηριοποίηση, όποια έννοια και να υιοθετήσει ο καθένας.

Αν θέλετε πρόκειται γι' αυτό που πολλές φορές η συντριπτική πλειοψηφία των δικαστών καθημερινά προσπαθούν να «επιβάλουν» στους διαδίκους, δηλαδή: προσπαθώντας να τους συμφιλιώσουν προτρέποντάς τους «να τα βρουν» και αποφεύγοντας τις υπέρμετρες ποινικές διενέξεις και καταδίκες που ουσιαστικά δεν επιλύουν τα προβλήματα.

Για να μπορέσουμε όμως να δούμε τέτοιες λύσεις στο σχεδιασμό αντεγκληματικής πολιτικής και για την νεανική παραβατικότητα σε τοπικό επίπεδο θα πρέπει να εξετάσουμε και τα πορίσματα της σύγχρονης επιστήμης της θυματολογίας, που μας προσφέρει μία πάρα πολύ σημαντική παρατήρηση, επέτρεψε την ουσιαστική μετατόπιση του επιστημονικού ενδιαφέροντος από τον δράστη στο θύμα και από την συμπεριφορά στην κατάσταση. Με αυτό τον τρόπο προτείνεται ακριβώς σαν μέσο για την αποδικαστηριοποίηση ή απεγκληματοποίηση η ανάπτυξη ενός πρόσθετου συστήματος, προσανατολισμένου προς το πρόσωπο του θύματος, σαν μέσο αποκαταστατικής δικαιοσύνης, με τον θεσμό της διαμεσολάβησης.

Η ιδέα αυτή επανήλθε τα τελευταία χρόνια στο διεθνή χώρο και στα πλαίσια του Συμβουλίου της Ευρώπης με τη σύσταση για καθιέρωση τυπικών και άτυπων διαδικασιών μεσολάβησης και διαιτησίας για την επίτευξη συμφιλίωσης μεταξύ θύματος και δράστη και αποκατάστασης της βλάβης του θύματος, σύμφωνα και με τη βασική διακήρυξη για τα θύματα εγκλημάτων και κατάχρησης εξουσίας.

Μία διαμεσολάβηση που συντελεί στη διατήρηση του κοινωνικού ιστού, που μας επιτρέπει ταυτόχρονα την απεμπλοκή από την δικαστηριακή ποινική διαδικασία, την αποφυγή του «στιγματισμού» του δράστη και όλων των δυσμενών συνεπειών από μία ποινική καταδίκη και ταυτόχρονα, με τη διαδικασία αυτή της συνδιαλλαγής, έχουμε συμβάλει ουσιαστικά στην διατήρηση των ανθρωπίνων σχέσεων που έχουν διαταραχθεί σε τοπικό επίπεδο, στη γειτονιά, στους ανθρώπους που δουλεύουν στον ίδιο χώρο, στον ίδιο δήμο.

degleris-1Άρα για να μπορέσουμε να μιλήσουμε για πρόληψη για τους ανήλικους, για όλες τις ευαίσθητες ομάδες, σε τοπικό επίπεδο, θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε την προσπάθεια συμφιλίωσης θύματος και δράστη, με τον οργανωμένο θεσμό της διαμεσολάβησης και για αυτό υπάρχουν και άμεσες πρακτικές προτάσεις: α) με την οργάνωση του όλου θεσμού για την «εξώδικη» διευθέτηση των διαφορών, β) με τη συνεργασία των συμβουλίων γειτονιάς ή και των Δήμων ή και εθελοντών έξω από το σύστημα μηχανισμού της ποινικής δικαιοσύνης, για παράδειγμα ήδη ο Δήμος Κορυδαλλού έχει οργανώσει με τη μορφή αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρίας τον Οργανισμό Διαμεσολάβησης, γ) με την συνεργασία με τους Διοικητές των Αστυνομικών Τμημάτων κάθε περιοχής, προκειμένου να γίνει ευρύτατη εφαρμογή του άρθρου 14 του Ν. 1481/84 σε συνδυασμό με το 128 Π.Κ., που δίνει το δικαίωμα στα πταίσματα στους διοικητές των αστυνομικών τμημάτων να μην προχωρήσουν την σχετική δικογραφία στον εισαγγελέα, αν βρουν επαρκείς τις εξηγήσεις που θα τους δοθούν και καταγράφω τη σχετική διάταξη η οποία έχει ως εξής: «Προκειμένου για πταισματικές παραβάσεις που βεβαιώνονται από τους υφισταμένους τους, οι διευθυντές ή διοικητές υπηρεσιών της Ελληνικής Αστυνομίας, μετά από προηγούμενη ακρόαση του παραβάτη, μπορούν να κάνουν δεκτές τις αντιρρήσεις του και να θέτουν την υπόθεση στο αρχείο, με πράξη που συντάσσουν επί του εγγράφου, με το οποίο έχει βεβαιωθεί η παράβαση».

Καλέστε άμεσα όλους τους Διοικητές των Τμημάτων και προτρέψτε τους να εφαρμόσουν αυτή τη διαδικασία.

Το Τοπικό Συμβούλιο του Δήμου για την πρόληψη της εγκληματικότητας και όλοι Εσείς οι τοπικοί φορείς συνεργαστείτε με τους εθελοντές και με τους επιστημονικούς φορείς της περιοχής, χρησιμοποιείστε τα πορίσματα της επιστήμης και αποφύγετε ειδικά για τη νεανική παραβατικότητα τη δικαστηριακή εμπλοκή.

Και αν θέλετε ειδικά για το θέμα της σημερινής ημερίδας καταθέτω την εξής πρόταση:

Ανήλικοι: Ευκαιρία ΚΑΙ απαίτηση για μεγαλύτερη αποποινικοποίηση και ανάγκη για νέους θεσμούς διαμεσολάβησης και αποκαταστατικής δικαιοσύνης.

fileleutheri eksofilo